Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

"Ο στρατιώτης ποιητής" - Εργαστήριο της Ομάδας Λογοτεχνίας

«Δεν έχω γράψει ποιήματα

 μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου

 Τη μιαν ημέρα έτρεμα

 την άλλην ανατρίχιαζα

μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

 Δεν έχω γράψει ποιήματα

 δεν έχω γράψει ποιήματα

μόνο σταυρούς 

σε μνήματα καρφώνω»

(Μίλτος Σαχτούρης, "Ο στρατιώτης ποιητής" , Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958))  

Αντάρτες του ΕΛΑΣ Σάμου το 1944. Ο "Καπετάνιος" Ιπποκράτης Ζαΐμης μαζί με έναν συναγωνιστή του. Από το εξώφυλλο του περιοδικού "Απόπλους  Σαμιακών Γραμμάτων και Τεχνών Περιήγηση" τ.14-16, Σάμος 1995 

     Η ομάδα Λογοτεχνίας και Προαγωγής της  Υγείας  στο Καρλόβασι, συνεχίζει για δεύτερη χρονιά και με νέα μέλη. Κεντρικό θέμα φέτος είναι  το θέμα της Βίας.

Ξεκινήσαμε παίρνοντας αφορμές από τον "Ξένο" του Αλμπέρ Καμύ, 
συνεχίσαμε  με τον "Πύργο" του Φραντς Κάφκα, 
βυθιστήκαμε στα σκοτάδια των ταινιών τρόμου, 
ακολουθήσαμε το δυστοπικό μέλλον που περιγράφουν κείμενα επιστημονικής φαντασίας...
Σκοπός μας να εξερευνήσουμε πράγματα που θεωρούνται "ξένα και ανοίκεια" στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων και όμως υπάρχουν και τους ταλαιπωρούν. 

Τα μέλη της ομάδας μέσα σε αυτό το πλαίσιο ζήτησαν να ασχοληθούμε με το θέμα του Πολέμου, παρακινημένα από όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη, την Ουκρανία, τους ακήρυχτους πολέμους στην Αφρική, αλλά κι επειδή νιώθουν ότι "τα τύμπανα του πολέμου", δεν έπαψαν να χτυπούν και δίπλα μας. 

"Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις·

ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων

ρημάζει· θα χαθεί κι αυτός κατόπι."

έγραφε το  415 π.Χ ο Ευριπίδης στις "Τρωάδες", θέλοντας να "ταρακουνήσει" τους Αθηναίους για την βαρβαρότητα που επέδειξαν στη Μήλο, όταν εξολόθρευσε όλο τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού και πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά στα σκλαβοπάζαρα. 

" Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε."  Αυτό λέει ο Erich-Maria Remarque στο "Τίποτα το νεώτερο από το δυτικό μέτωπο". 

Τι φταίει και απο-ανθρωποποιείται έτσι ο άνθρωπος ; Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γράφει στο "Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου " : 

"Τα χέρια που ήταν σταυρωμένα, σαλεύουν πάλι: Φτιάχνουν οβίδες. 

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι κηρύχνουν τη λιτότητα.

Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα ζητάν θυσίες.

Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους για τις τις μεγάλες εποχές που θα’ ρθουν.

Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό

είναι πάρα πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού. "

Όμως υπάρχει αισιοδοξία για την δυνατότητα που υπάρχει να ανατραπεί η κατάσταση : 

"Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.

Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.

Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

Ξέρει να σκέφτεται."

 Αυτά είναι λίγα μόνο από τα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία συγκέντρωσε η ίδια η ομάδα για να πάρει αφορμή και να συζητήσει για αυτό το μεγάλο θέμα.

Καταλήξαμε να βάλουμε στόχο στην επόμενη συνάντηση να φέρει ο καθένας και η καθεμιά βιωματικό υλικό για τον πόλεμο μέσα από την οικογένειά του/της για τον  που  έχει τον/την έχει επηρεάσει στον τρόπο που κατανοεί και αισθάνεται αυτά τα γεγονότα. 

Έτσι είχαμε διάφορες Ιστορίες.. Για παράδειγμα το απόσπασμα αφήγησης που αναφέρεται στην συμμετοχή του Μίμη για  στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.

                “...Με την αρραβωνιαστικιά μου ερωτευτήκαμε πολύ. Όμως το 1940 στις 28 Οκτώβρη κηρύχθηκε πόλεμος με την Ιταλία. Επιστρατεύτηκα από την αρχή και πήγα στο Ναύπλιο και κατατάχθηκα στο στρατό. Την άλλη μέρα φύγαμε επειγόντως για το μέτωπο. Με το τρένο φτάσαμε στην Καλαμπάκα και πεζοπορία για τα βουνά της Πίνδου όπου συναντήσαμε ένα μέτρο χιόνι.  Μετά από λίγες ημέρες υποχώρησαν οι Ιταλοί και κατεβήκαμε στο δρόμο των Ιωαννίνων. Με πεζοπορία μέρα νύχτα φτάσαμε στην Κακαβιά όπου ήταν τα σύνορα με την Αλβανία. Σε λίγες μέρες ήρθαμε σε επαφή με τους Ιταλούς μετά από το Αργυρόκαστρο και κάθε ημέρα είχαμε μάχες και προχωρούσαμε στα βουνά του Τεπελενίου. Καταλάβαμε το χωριό Κολόνια και Γκολέμη. Προχωρήσαμε πολύ κοντά στο χωριό Ποργονάτι. Εκεί σταματήσαμε διότι μετά ήταν κάμπος και είχαν οχυρωθεί πολύ οι Ιταλοί. Πέρασε ένας μήνας και δεν είχαμε νερό και πηγαίναμε με τη σειρά σε μια πηγή που ήλεγχαν οι Ιταλοί και βάζαμε το μαντήλι στο όπλο και μας άφηναν και γεμίζαμε τα παγούρια νερό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου που διήρκεσε 6 μήνες η αρραβωνιαστικιά μου η Κούλα μου έγραφε κάθε ημέρα και παρακάλαγε την Παναγία να γυρίσω γερός. Τον Απρίλιο του 1941 έληξε ο πόλεμος και πήραμε την επιστροφή με τα πόδια, όπου πράγματι ήρθα μέχρι την Πάτρα με τα πόδια. Εκεί πήρα το τρένο και κατέβηκα στην Κόρινθο και από εκεί πήρα το άλλο τρένο και φτάσαμε στο Άργος. Από εκεί με τα πόδια φτάσαμε στο χωριό μου. Εκεί με τη βοήθεια από τις αδελφές μου ξεψειριάστηκα και ύστερα από λίγες ημέρες αποφάσισα να έλθω στην Αθήνα, όπου ο πατέρας μου μου έδωσε 42 χιλιάδες δραχμές και την ευχή του. Τον ευχαρίστησα και έφυγα για την Αθήνα, όπου συναντήθηκα με χαρές και με κλάματα με την μέλλουσα σύζυγό μου και με τους άλλους…”

Αυτά έγραφε 2007 ο Μίμης σε ηλικία 92 χρονών στην σύντομη βιογραφία του την οποία έδωσε για πληκτρολόγηση στους οικείους ένα χρόνο πριν αποβιώσει, πλήρης ημερών. Η ομάδα μας ήταν τυχερή γιατί ένα παιδί του μοιράστηκε την ιστορία του μαζί μας. 

Ο κύριος Μίμης στρατιώτης, δεύτερος κάτω δεξιά . 


Άλλο ένα μέλος έφερε στην συζήτηση ένα χρονογράφημα που διάβασε σε ένα μικρό βιβλιαράκι που τύπωσε στο Κάιρο ο Έλληνας με το όνομα Α.Ι. Ξανθοπουλίδης και βρέθηκε στην βιβλιοθήκη συγγενικού προσώπου. 
Το συγκεκριμένο κείμενο μιλά για έναν στρατιώτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που ξαφνικά βλέπει μέσα στην έρημο τους τάφους τριών στρατιωτών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενός Άγγλου, ενός Ιταλού και ενός Γερμανού 

























































Τα μέλη της ομάδας έδωσαν το κωδικό όνομα σε αυτόν τον αφηγητή "Στρατιώτης Γιώργος" και στον παραπάνω "Στρατιώτης Μίμης"

Υπήρξαν πολλές άλλες διηγήσεις.
Του "Αντάρτη Μανώλη"
και του "Αντάρτη Κώστα"
που πήγαν στον πόλεμο για ιδανικά που έμοιαζαν να διαψεύδονται 
της " Μικρής Στέλλας" που έσωσε τον πατέρα της από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Αντίθετα για την "Νεαρή Σταυρούλα" που είδε τον δικό της πατέρα να εκτελείται και έγινε "ογκόλιθος"  σε μια μέρα.
Για την άλλη κόρη τη "Νατάσσα" που ντρέπεται που κάνει παρέα με τον "εχθρό" και την "Ευαγγελία" που έζησε από τις κονσέρβες του κατακτητή. 
" Το Νικόλα που φοβήθηκε ο Χάρος", τον "Αντώνη, τον Μόρτη στον Πόλεμο και την Ειρήνη", καθώς και τον "Βασίλη που δεν μίλαγε πολύ" 
Τη "Σάσα" που μπορούσε να "γλυστρά" ανάμεσα στα στρατόπεδα, την "Αδελφή που έκλαψε τον αδελφό της ζωντανό" και τέλος την "Αδελφή του αρχηγού".  

Στην επόμενη συνάντηση θα έρθουν "διασταυρωμένες" κάποιες ιστορίες αυτών των ηρώων, με τις οποίες θα αποφασίσει η ομάδα πως θα συνεχίσει.
Να η πρώτη (των Μαρία Γεωργίτσα, Ειρήνη Βοϊκλή και Άννα Ασημίνα) :

"Στη Σάμο , παιδί μου, ήτανε το τυχερό μου να περάσω τα στερνά χρόνια της ζωής μου.  
Διάλεξαν ο γιός μου με τη γυναίκα του να ζούνε εδώ χωρίς να κατάγονται από  το νησί. 
Είμαι όμως πολύ ευχαριστημένη κοντά τους. 
Μου αρέσει πολύ ο τόπος και οι άνθρωποι εδώ. Με ρωτάς για τα περασμένα; Τα χρόνια του πολέμου; Πικρά χρόνια…’’

Παρατήρησα σκιές στα λυπημένα της μάτια και την ενθάρρυνα , να μου μιλήσει.  Με ενδιέφεραν οι άγνωστες  ιστορίες  ανθρώπων  που βρέθηκαν σε ταραγμένες εποχές πολέμου. Ακούγοντας σχεδόν με προσήλωση την γλυκύτατη υπερήλικη  Σταυρούλα , πραγματικά κατάλαβα πως είχα μπροστά μου μια ηρωίδα γυναίκα.

‘’Γεννήθηκα το 1922 στο χωριό Μάρμαρα της Φθιώτιδας. Αγροτική οικογένεια, όμορφα περνούσαμε .Θανάσης κι Αλεξάνδρα οι γονείς μου.  Πήγα στο δημοτικό σχολείο κι ο αδερφός μου ο Κώστας επίσης κι η αδερφή μου η Χρυσάνθη ξωπίσω. 
Ήμουνα η μεγαλύτερη. Γραμματιζούμενος  ο πατέρας μας  ήτανε  κοινοτάρχης του χωριού μας. Που να μην ήταν,  τώρα αν με ρωτάς. Μπορεί τότε στην Κατοχή να μην τον φυλακίζανε πρώτο και καλύτερο στα αντίποινα.  Οι δικοί μας είχανε σκοτώσει Γερμανό αξιωματικό στη περιοχή . Στις φυλακές της Λαμίας τον πήγαν με άλλους χωριανούς μας. 
Η μάνα μας καλή γυναίκα, μα ήταν φιλάσθενη και άβουλη από χαρακτήρα. Τότε ήταν που κατέρρευσε. Πήρα τα πάντα απάνω μου .Ήμουνα είκοσι χρονών το ’42  κι  έσκαβα, φύτευα μαγείρευα έπλενα. Φύλαγα το χωραφάκι μη μας κλέψουν τα κηπευτικά. Φτώχια, πείνα, δυστυχία ο κόσμος. Μας έτρωγε το σαράκι της αγωνίας μέρα και νύχτα. 
 Ένα εξάμηνο παιδευόμασταν έτσι κι ελπίζαμε. Θα δώσουνε χάρη ή θα τους εκτελέσουνε; Ο πατέρας μας, 48 χρονών τότε.  
Κάποια μαύρη μέρα μας ειδοποιήσανε να πάμε να τον παραλάβουμε για να τον κηδέψουμε. Ψεύτικες υποσχέσεις μας δίνανε όταν κάναμε προσπάθειες να τον σώσουμε, για να μας τραβάνε σε αντάλλαγμα ότι χρυσαφικό είχαμε. Τι δηλαδή; Τους βαφτιστικούς μας σταυρούς και μερικές  χρυσές λίρες  που είχε η μάνα από το γάμο της  κρυμμένες στα εικονίσματα. Από κει κι έπειτα η μάνα πήρε πια την κάτω βόλτα. Σαν μικρό μου παιδί την φρόντιζα  μαζί  και  τ’ αδέρφια μου. Μάνα και πατέρας  έγινα και με τη δύναμη του Θεού τα κατάφερα.  Τακτοποιήθηκαν, κάνανε καλές οικογένειες και τα καμαρώνω. Στη Λαμία στο νοσοκομείο, οδηγός ασθενοφόρου ο αδελφός μου, νοσοκόμα η αδελφούλα μου.  Εγώ  ολοταχώς για το ράφι. Με τόσα βάσανα πού καιρός για παντρειές ;  Τριανταπέντε χρονών έφτασα και το είχα πάρει απόφαση. Ανύπαντρη θα έμενα.   Αλλά  και  δεν ξέρει να πει κανείς με σιγουριά  τίποτα. Τι μπορεί η μοίρα να σου ‘χει γραφτό’’
Έκανε μια μικρή παύση στην αφήγηση να πιεί μια γουλιά νερό. Οι οδυνηρές αναμνήσεις σκέφτηκα πώς θα την κούραζαν. Πήρε μια ανάσα που έμοιαζε μ’ αναστεναγμό και συνέχισε.
‘’Εδώ θα γυρίσω πίσω ,να σου πω το περιστατικό που μου έδωσε το σημάδι να πω το ναι, στο προξενιό που μου παρουσιάστηκε. Λοιπόν, στο διάστημα που ο πατέρας ήταν φυλακή, πηγαίναμε όταν μας επέτρεπαν να τον δούμε.   Είχα μαζί τη μάνα μου μια φορά θυμάμαι. Καθόμασταν απ’ έξω και περιμέναμε. Κρύο, τουρτουρίζαμε χειμώνας καιρός. Θες η συγκίνηση, θες η ταλαιπωρία  μου ζαλίστηκε και  λιποθύμησε στα χέρια μου. Τι να κάνω η έρμη; Την τράβηξα σε μια άκρη και προσπαθούσα να την συνεφέρω. Κόσμος γύρω , κανένας σημασία δεν μας έδωσε. Απελπισία μου ήρθε. Να μη  στα πολυλογώ ένα παλικάρι μας πλησίασε . Με συμπόνεσε φαίνεται.  Βγάζει απ’ τη τσέπη του μια χούφτα σταφίδες και απ’ το παγούρι του νεράκι. Αυτό ήτανε! Με τούτα συνήλθε η μάνα μου . Πρόλαβα να τον ευχαριστήσω και να τον ρωτήσω πως τον λένε. Χάθηκε μέσα στο κόσμο. Κώστα τον έλεγαν.
 Θα το πιστέψεις, πως με θυμήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια κι ας με είχε δει μόνο λίγα λεπτά;  Αυτός λοιπόν ήταν που μου προξενέψανε. Ένας πονεμένος άνθρωπος ήταν κι αυτός . Με άλλο τρόπο τον είχε χτυπήσει ο χάρος. Με την κακιά αρρώστια. Είχε χάσει τη γυναίκα του που τον είχε αφήσει πίσω χήρο με δύο αγοράκια , τεσσάρων χρονών το ένα και ενός το άλλο, ίσα που έπαιρνε τα πρώτα του βήματα. Πούλησε το σπίτι του για τα έξοδα των γιατρών κι ήταν στο ενοίκιο. Είδα τα ματάκια του Δημητράκη και του Χρήστου που με κοίταζαν και λέω Σταυρούλα μπροστά κι όχι πίσω. Τα ορφανά σε χρειάζονται να τα μεγαλώσεις. Βρήκα νοικοκυριό έτοιμο. Καλός μου φάνηκε κι ο Κώστας. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης στον Αγ. Παύλο ήταν το σπίτι του. Ο γάμος μας έγινε το 1957. Η μάνα μου δεν ήταν να μείνει μοναχή της,  πότε στην αδερφή μου στη Λαμία , πότε στην Αθήνα σε μας. Έτσι τα συμφωνήσαμε.’’
Η φίλη μου η Μαρία έφερε τον αχνιστό καφέ με τα κεράσματα και μας διέκοψε. Την κοίταξα με νόημα κι αμέσως με κατάλαβε...Κάθισε για λίγο μαζί μας κι ύστερα προφασίστηκε  δουλειά.  Μας άφησε μόνες.  Σε μια απογευματινή επίσκεψη ήθελα να χωρέσω ολόκληρη τη ζωή της Σταυρούλας, που στα ενενήντα της χρόνια διέθετε στρωτή ροή λόγου και θαυμαστή διαύγεια.
‘’Ο Κώστας ήταν από το Καρπενήσι και στον εμφύλιο είχε πάρει τα βουνά , αντάρτης κοντά στον  Άρη Βελουχιώτη. Τότε στις φυλακές που συναντηθήκαμε είχε συγγενή του στενό μέσα. Βάσανα κι αυτός και διώξεις η οικογένειά του. Αλλά ας πάμε παρακάτω. Ένα μικρό γαλακτοπωλείο είχε κι από το πρωί μέχρι το βράδυ εκεί, ήτανε και σαν καφενείο με λίγες καρέκλες. Τον προτιμούσαν γιατί ήταν χαμογελαστός και καλόβολος, δουλευτής και πρόθυμος. Το 1959 γέννησα τον Θανάση μας! Ανάστησα τον αδικοχαμένο μου πατέρα. Εύκολο δεν το λες, δεν το περίμενα, μιας κι ήμουνα μεγαλούτσικη για πρώτο παιδί, μα ευτυχώς αξιώθηκα να πάρω αυτή τη χαρά.  Σαν μεγάλωνε η οικογένεια, ανάγκες παραπάνω είχαμε. Μπήκαμε όλοι μικροί μεγάλοι στον αγώνα. Το μαγαζάκι μας μεγάλωνε . Ο Κώστας μπήκε στη Πυροσβεστική , σε θέση που μας παρουσιάστηκε . Κράτησα μοναχή μου τη δουλειά και βοήθαγε εκείνος τις ώρες που δεν ήταν στην υπηρεσία. Φτιάχναμε κρέμες και ρυζόγαλα αράδα. Μαγείρευα ακόμα δυο με τρία φαγητά τη μέρα κι είχαμε μόνιμους πελάτες εργένηδες. Τα αγόρια που στο μεταξύ μεγαλώνανε μοίραζαν καφέδες και γιαούρτια κι ότι άλλο θέλανε στα γύρω γραφεία και στις Τράπεζες. Αμέ! Έτσι προκόψαμε. Με τη δουλειά και την ομόνοια μεταξύ μας. Πήραμε και δικό μας σπίτι και ζούσαμε καλά. Και τα αγόρια μας όλα σπουδάσανε , κάνανε οικογένειες καλές. Τον έχασα το Κώστα μου το 1992. Μου στοίχησε πολύ. Αλλά έτσι η ζωή το θέλει. Έχω τώρα τα παιδιά και τα εγγόνια μου.’’
 Σας ευχαριστώ τόσο πολύ κυρία Σταυρούλα μου για όσα μου εκμυστηρευτήκατε. Να είστε καλά! Μια ζωή σαν μυθιστόρημα! της είπα και κράτησα τα χέρια της για λίγα λεπτά μέσα στα δικά μου. Σκέφτηκα πως αυτή η σπουδαία και μαχητική  γυναίκα είχε κερδίσει τη ζωή.
‘’Τι λες τώρα; Καλά έκαμα που είπα το ναι στο προξενιό τότε;’’ Με ρώτησε την ώρα που τους αποχαιρετούσα όλους στη πόρτα.
‘’χίλιες φορές ναι’’ της απάντησα.
Την άλλη μέρα μπήκε εντελώς αναπάντεχα μέσα στην ιστορία της Σταυρούλας, ο Αντώνης. Σε μια πρωινή βόλτα στον παραλιακό δρόμο με τον μεγάλο ορίζοντα, διαπιστώσαμε με την φίλη μου Αγγέλα που περπατούσαμε παρέα, πόσο μικρός είναι  ο κόσμος. Ο Αντώνης λοιπόν , ο πατέρας της Αγγέλας γνώριζε καλά και τον Κώστα και την Σταυρούλα . Συνδεόταν φιλικά μάλιστα μαζί τους καθώς ήταν τακτικός πελάτης στο γαλακτοπωλείο κι έτρωγε κάθε μεσημέρι τα νοστιμότατα και σπιτικά φαγητά τους. Μόνος κι εργένης δούλευε ένα διάστημα στις οικοδομές στην Αθήνα και σύχναζε εκεί. Γύρω στο 1962. Μην αντέχοντας να ζει όμως μακριά από το Μεσαίο Καρλόβασι και το Κοτρώνι που είχε γεννηθεί το1933, επέστρεψε και παντρεύτηκε τη μαμά της. Έκτοτε δεν το εγκατέλειψε.
Η Αγγέλα μου μίλησε με πολύ τρυφερά λόγια για τον πατέρα της .Μου είπε πώς ήταν καλός σαν ένα κομμάτι ψωμί .Πώς ήταν ο μεγαλύτερος από τα επτά αδέλφια του και τα προστάτευε σαν πατέρας . Στο πόλεμο του ’40 οι Ιταλοί τους έδιναν φαγητό και τα παιδιά κυκλοφορούσαν ξυπόλητα .Ήταν πειραχτήρι, είχε χιούμορ και συνέχεια έκανε πλάκες .Κάποιες φορές όταν μαζεύονταν πολλά  πιτσιρίκια οι στρατιώτες τα κρεμούσαν ανάποδα και το κεφάλι τους ακουμπούσε στο έδαφος. Όμως εκείνα τα χρόνια της πείνας αυτό δεν καταγράφηκε σαν κακό στο μυαλό του μικρού Αντώνη.  Όταν μεγάλωσε ήταν καλός στη ντάμα, στα μαθηματικά, ήταν έξυπνος, ζωγράφιζε, έφτιαχνε στιχάκια αλλά τις εποχές εκείνες δεν ήταν εφικτό να σπουδάσει. Θυμάται η Αγγέλα πόσο καλός παραμυθάς ήταν , όταν σχεδόν κάθε βράδυ και σε κείνη και στον αδερφό της έπλαθε μια νέα ιστορία. 
Η  Σταυρούλα έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβρη του 2014.
Ο  Κώστας το 1992.
Ο Αντώνης το 2021.



Μια Ιστορία πίσω από τις ιστορίες:

"Στο εργαστήριο μας με θέμα το πόλεμο και τη βία του πολέμου,  στην δεύτερη συνάντησή μας με προτροπή του συντονιστή μας, ο καθένας και η κάθε μία από την ομάδα μας διηγήθηκε ένα προσωπικό βίωμα ή τέλος πάντων μια ιστορία δικού του ή κοντινού του προσώπου. Εγώ διάβασα ένα απόσπασμα από τη βιογραφία που συνέγραψε ο ίδιος ο πατέρας μου ένα χρόνο πριν πεθάνει και αναφερόταν στον ελληνοαλβανικό πόλεμο, ενώ ο Θανάσης προσπάθησε να αφηγηθεί την ιστορία του παππού του, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και την επίπτωση που είχε η εκτέλεση αυτή στη μάνα του και πεθερά μου. Λέω προσπάθησε, γιατί επέμβηκα να την διηγηθώ εγώ, συναισθηματικά φορτισμένη από τα συναισθήματα που ανάβλυζαν από μέσα μου για το πρόσωπό της, ανακαλύπτοντας το τραύμα της και πώς αυτό διαμόρφωσε τη στάση της στη ζωή. Παρόλα που ο συντονιστής μας ανάθεσε να συνθέσουμε τις ιστορίες σε υποομάδες των τριών χρησιμοποιώντας μυθοπλασία, ένοιωσα την ανάγκη να γράψω λίγα λόγια τιμής για την πεθερά μου Σταυρούλα ξεχωριστά, ως ελάχιστο αφιέρωμα στη μνήμη της. 

Η ζωή της Σταυρούλας το γένος Πλατιά, από τη Σέλιανη (Μάρμαρα Φθοιώτιδας), ήταν γεμάτη προκλήσεις και αντιξοότητες. Το τραύμα της εκτέλεσης του πατέρα της από τους Γερμανούς το 1943, ως αντίποινα σε αντιστασιακές πράξεις ανταρτών, μετά από εξάμηνη φυλάκισή του στο Χαϊδάρι, σήμανε την έναρξη μιας νέας πραγματικότητας, όπου ανέλαβε το βάρος της οικογενειακής επιβίωσης, σε μια ηλικία που πολλοί θα τη θεωρούσαν πολύ νέα με τα σημερινά δεδομένα. Η ευθύνη αυτή, λόγω της ασθενικής της μητέρας και των δύο μικρότερων αδελφών, αποτέλεσε μια δύσκολη δοκιμασία σε ένα φτωχό αγροκτηνοτροφικό χωριό, που για σχεδόν μια δεκαετία ήταν στο κέντρο αντίστασης κατά της γερμανικής κατοχής και στην ακτίνα εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων. Αυτό την οδήγησε σύντομα στη πόλη της Λαμίας, όπου στα 37 της δέχτηκε το προξενιό με τον αρκετά μεγαλύτερο και χήρο με δύο ορφανά άντρα της, για να μην μείνει στο ράφι, σύμφωνα με ήθη της εποχής. Ανάθρεψε τα δύο ορφανά μαζί με το δικό της, στην Αθήνα, όπου ο άντρας της είχε καφενείο – γαλακτοπωλείο και λόγω της ασθένειας της πρώτης του γυναίκας ήταν χρεωμένος. Όχι μόνο τον ξεχρέωσε, αλλά εργάστηκε σκληρά μέρα και νύχτα, αγόρασε σπίτι και σπούδασε όλα τα παιδιά της.

Η Σταυρούλα πολλές φορές δεν έδειχνε τις ευαισθησίες της, αλλά η δύναμη και η αποφασιστικότητά της ήταν ορατές σε κάθε πράξη της. Μολονότι προσπάθησε να επιβάλει την επιθυμία της στις προσωπικές σχέσεις των παιδιών της, στην πραγματικότητα αυτά δεν την ακολούθησαν. Οι αποφάσεις τους ήταν δικές τους, δείχνοντας την αυτονομία και την ανεξαρτησία που τους χαρακτήριζε, που εν πολλοίς οφειλόταν στο παράδειγμα ζωής της ίδιας.

Οικογενειακή φωτογραφία της Σταυρούλας. Είναι το μικρό κορίτσι στην άκρη. Το ένα αδελφάκι της πέθανε μικρό, πριν εκτελεστεί ο πατέρας της.  

Η Σταυρούλα, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει για την οικογένειά της. Την τελευταία δεκαετία που ακολούθησε το γιο της στη Σάμο, δούλεψε επίσης σκληρά για τον κήπο και περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού φροντίζοντας τα φυτά παρά τα ογδόντα κάτι χρόνια της και τα προβλήματα υγείας της."


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρεμβάσεις του Κέντρου Πρόληψης σε Ικαρία και Φούρνους.

 Δελτίο Τύπου 24/4/2024 Η Επιστημονική Ομάδα του «Φάρου» 18 & 19 Απριλίου 2024 υλοποίησε δράσεις για την σχολική και ευρύτερη κοινότητα ...