Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

“ΠΑΝΣΙΟΝ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ” & ΑΛΛΕΣ "ΟΡΦΑΝΕΣ" ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΑΛΑΜΑΙΧΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ

Συνεχίζοντας το "εγχείρημα" πάνω στο οποίο δουλεύει η "ομάδα λογοτεχνίας και προαγωγής της υγείας" στο Καρλόβασι με τις ενθυμήσεις από πολέμους που κυκλοφορούν στο περιβάλλον των μελών της ομάδας και τα έχουν επηρεάσει. Παρουσιάζουμε επόμενες απόπειρες συλλογικής επεξεργασίας σε υποομάδες . Η ομάδα αποφάσισε ότι η δουλειά αυτή μέχρι την τελευταία μορφή που θα παρουσιαστεί θα συνεχίζεται ως δισεβδομαδιαίο "εργόχειρο" στο σπίτι, παράλληλα με τις συζητήσεις στην ομάδα και με άλλα θέματα. 

Παρουσιάζουμε εδώ, όπως και την προηγούμενη φορά το αρχικό υλικό όπως καταγράφεται... 

Με το αντιστκηνο στην μεση ανατολη το 1942 (φωτο αννασ ασημινα) 


1. “Πανσιον ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ”

(Νίκη, Ευαγγελία, Βάσω, Αγγελική)

 

χαρακτηρες

Νικόλας           τρόφιμος, 80 χρόνων

Μαρία             υπεύθυνη ιδρύματος, 50 χρόνων

Νατάσα            νοσοκόμα, 30 χρόνων, από Σερβία

Ευαγγελία         μαγείρισσα, 55 χρόνων

 

ΧΩΡΟΣ

Πανσιόν ηλικιωμένων

 

 

 

1 – Εξωτερικο / μερα

Ένα διώροφο πέτρινο κτήριο με μικρά μπαλκόνια στην πρόσοψη. Πάνω από την κεντρική πόρτα, υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει «Πανσιόν για μεγάλα παιδιά». Από κάτω ακριβώς με μικρά γράμματα η επιγραφή «όλοι από μας θα περάσετε».

Η Νατάσα, μια ψιλόλιγνη κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά φτάνει τρέχοντας έξω από την πανσιόν. Πέφτει πάνω στην Μαρία που πηγαινοέρχεται έξω από το κτήριο καπνίζοντας.

νατασα

Συγγνώμη Μαρία, άργησε το λεωφορείο. Από που να αρχίσω;

 μαρια

Από τον Νικόλα.

νατασα

Ωχχ!!

 

Η Νατάσα ανοίγει την πόρτα της εισόδου και μπαίνει στο κτήριο. Η Μαρία την κοιτάζει, χαμογελώντας. Πετάει το τσιγάρο στο έδαφος, το σβήνει και πετάει την γόπα σε ένα μικρό κάδο που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα. Μπαίνει μέσα.

 

2 – Εσωτερικο / διαδρομοσ  / μερα

Η Νατάσα τσουλώντας ένα καροτσάκι με φάρμακα και είδη υγιεινής φτάνει έξω από το δωμάτιο 22. Πάει να ανοίξει την πόρτα. Σταματάει απότομα. Από μέσα ακούγονται φωνές. Αφουγκράζεται.

νικολασ (v.o.)

Δεν βγαίνει. Όσο και να το τρίψω δεν βγαίνει. Επίτηδες. Για να μου θυμίζει εκείνες τις στιγμές. Ζώα γίναμε. Ορμούσαμε δίχως να νοιώθουμε τίποτα. Ποδοπατούσαμε όποιον βρισκόταν μπροστά μας. Για να γλυτώσουμε. Θεριό γίνεται ο άνθρωπος. Α μα κι αυτός ο λεκές δε λέει να βγει με τίποτα.

Η Νατάσα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο.

 

3 – Εσωτερικο / δωματιο νικολα  / μερα

Ο Νικόλας κάθεται στο κρεβάτι του και τρίβει με μανία το χέρι του με ένα κομμάτι ύφασμα. Το έχει ματώσει. Στο δωμάτιο δεν υπάρχει άλλος κανείς.

νατασα

Τι κάνετε κε Νίκο; Το ματώσατε το χέρι σας!

 νικολασ

Πάλι κρυφάκουγες μωρή; Δε σου’ χω πει όταν έχω κόσμο να χτυπάς την πόρτα;

νατασα

Μα…

νικολασ

Μαμούνια! Άντε μου από κει, ξανθόψιρα!

Ο Νικόλας σκεπάζεται μέχρι το κεφάλι με το σεντόνι.

νικολασ

Θα μείνω έτσι μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο. Και όταν με βρουν νεκρό, όλοι θα ξέρουν ποιος φταίει.

Η Νατάσα έτοιμη να βάλει τα κλάματα πάει να βγει απ’ το δωμάτιο. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Μαρία ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Βλέποντας τον Νικόλα κάτω από το σεντόνι μιλάει ψιθυριστά στην Νατάσα.

μαρια

Τι έγινε;

νατασα

Μ’ έδιωξε πάλι.

μαρια

Τον άλλαξες τουλάχιστον;

νατασα

Έχει κόσμο. Που να τολμήσω!

μαρια

Μμμ… σου έχει πάρει τον αέρα. Κοίτα, να παίρνεις μαθήματα.

Η Μαρία χτυπάει δυνατά τα χέρια της, φωνάζοντας.

μαρια

Έλα, έλα να αραιώνουμε λίγο! Άντε σπίτια μας. Έχουμε και δουλειές. Αρμένικη βίζιτα το κάνατε!

Ο Νικόλας πετάει το σεντόνι και χαμογελάει στη Μαρία.

νικολασ

Μπράβο βρε Μαράκι! Με κουράσανε απ’ το πρωί. Άσε που πάνε και κάθονται όλοι στο παράθυρο και σκοτεινιάζει εδώ μέσα. Μπήκες και ήρθε το φως. (κοιτάζοντας την Νατάσα). Εσύ ακόμα εδώ είσαι;

Η Μαρία του ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα. Ο Νικόλας κατεβάζει το κεφάλι σα μωρό.

νικολασ

Πλάκα έκανα!

 μαρια

Σε πιστεύω. Και τώρα θα αφήσεις το κορίτσι μας να σε αλλάξει, γιατί σε λίγο θα κατεβούμε κάτω για φαγητό. Εντάξει;

νικολασ

Θα είμαι υπάκουος αρχηγέ!

Η Μαρία ανοίγει την πόρτα. Ο Νικόλας δείχνει τα δόντια του στην Νατάσα. Η Μαρία βγαίνει από το δωμάτιο φωνάζοντας.

μαρια

Νικολάκη, σε βλέπω!!

 

Νοσοκομείο στην ύπαιθρο της  Γάζας 13-2-44 (φωτό Άννας Ασημίνα) 

4 – Εσωτερικο / τραπεζαρια  / μερα

Κάποιοι ηλικιωμένοι κάθονται και περιμένουν. Η Ευαγγελία βγαίνει από την κουζίνα και τους σερβίρει.

Σε ένα τραπέζι που βρίσκεται στην άκρη της τραπεζαρίας κάθεται η Νατάσα με την Μαρία και κουβεντιάζουν.

μαρια

Κοίτα Νατάσα, καταλαβαίνω είσαι καινούρια, αλλά θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο. Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος 80 χρονών να σε κάνει έτσι! Μήπως είσαι υπερβολική;

νατασα

Με λέει προδότρα!

 μαρια

Ε και;

νατασα

Δεν ξέρεις, γι’ αυτό μιλάς.

μαρια

Ακούω.

 νατασα

Εγώ… στον πόλεμο ήμουν μικρή. Αλλά θυμάμαι. Ξέρεις τι είναι να σε παίρνει στην δουλειά ένας άνθρωπος, να σου δίνει φαγητό, να σε προσέχει σαν δικό του παιδί.. και μετά… εσύ… ή όχι ακριβώς εσύ… οι δικοί σου όμως, να στρέφονται εναντίον του;

μαρια

Έτσι είναι ο πόλεμος.

νατασα

Σε μας πολεμούσανε αδέρφια μ’ αδέρφια. Ακόμα και το θεό στη μέση τον χωρίσανε.

 μαρια

Κι εδώ τα ίδια γίνανε. Κι αν εσύ ήσουν μικρή και δεν τα καταλάβαινες όλα, εγώ ήμουν αρκετά μεγάλη και πάλευα μέσα μου να συμφιλιωθώ. Δυο αδερφούς, δυο αδερφούς είχα και…/

νατασα

/Τους έχασες;

μαρια

Τους έχανα κάθε μέρα. Ο ένας στην Γερμανία κι ο άλλος να μπαινοβγαίνει στην φυλακή. Κι εμείς, με τις αδερφές μου και την μάνα μας να περιμένουμε. Να χάνουμε τον Ιπποκράτη και να μην ξέρουμε αν θα τον ξαναδούμε. Κι ο Γιάννης, ο στερνός μας στα ξένα.

 νατασα

Κι εσύ;

μαρια

Εγώ σκλήρυνα Νατάσα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν επιβιώνεις αλλιώς. Γι’ αυτό σου λέω, μην τα παίρνεις όλα τόσο προσωπικά. Ο Νικόλας είναι πολύ καλός άνθρωπος. Αυτός κι αν πέρασε κακουχίες. Χρόνια ολόκληρα πολεμούσε μακριά απ’ την πατρίδα του. Κι όταν επέστρεψε, ήταν ένα ράκος. Συνήλθε όμως γρήγορα, και δεν ανέφερε ποτέ και σε κανέναν γι’ αυτά που είδε κι έκανε. Δεν άνοιξε το στόμα του να πει το παραμικρό. Πάντα με το χαμόγελο.

νατασα

Εγώ δεν τον έχω δει ποτέ να χαμογελάει!

 μαρια

Το μυαλό Νατασάκι. Το μυαλό. Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα, όλα αυτά που καταχώνιαζε χρόνια ολόκληρα βγήκαν στην επιφάνεια, έτοιμα να τον πνίξουν.

νατασα

Μα γιατί δεν μίλαγε;

μαρια

Γιατί…. όλοι από κάπου δεν προσπαθούμε να ξεφύγουμε;

 νατασα

Ίσως έχεις δίκιο.

μαρια

Έπρεπε να τον είχες γνωρίσει νωρίτερα. Ήταν μεγάλο πειραχτήρι ο Νικόλας μας. Ακόμα την έχει την πλάκα του. Το χιούμορ δεν χάνεται.

Η Ευαγγελία πλησιάζει στο τραπέζι των δύο γυναικών.

Ευαγγελια

Σας παρατηρώ τόση ώρα. Έγινε κάτι;

μαρια

Όχι καλέ. Απλά εξηγώ στην Νατάσα ορισμένα πράγματα που τα έχει πάρει στραβά.

ευαγγελια

Όπως;

μαρια

Όπως… ο Νικόλας για παράδειγμα.

ευαγγελια

Αχ ο γλυκούλης μου.

μαρια

Άλλη από δω. Η μια τον λατρεύει, η άλλη τον τρέμει.

ευαγγελι

Μα τον βλέπεις πως με κοιτάζει;

μαρια

Εμ αυτό βλέπω και τρελαίνομαι!

ευαγγελια

Δεν ξέρω τι λες εσύ. Εμένα πάντως άντρας έτσι δεν με έχει κοιτάξει ποτέ. Ξέρεις ποιον μου θυμίζει;

μαρια

Αυτόν με την κονσέρβα. Να χαρείς, την έχω ακούσει πολλές φορές αυτή την ιστορία.

νατασα

Εγώ δεν την ξέρω.

μαρια

Μπλέξαμε!

ευαγγελια

Έλα μην είσαι μουντρούχω. Που λες Νατασάκι, εσύ ήσουν μικρή δεν τα έζησες αυτά. Τότε, στον μεγάλο πόλεμο, ξέρεις τι πείνα τραβούσαμε; Θυμάμαι γριές με πρησμένα στομάχια, ξυπόλητα παιδάκια να τρώνε απ’ τα σκουπίδια, λιμοκτονούσε ο κόσμος. Μαζί κι εμείς. Τότε που λες μας είχαν επιτάξει το σπίτι, εκεί τον γνώρισα. Εγώ μικρή κοπέλα μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά. Αυτός, με κίνδυνο της ζωής του να έρχεται κάθε μέρα και να μου αφήνει μια κονσέρβα στο κατώφλι του σπιτιού.  Κι είχε κάτι μάτια! Σαν του Νικόλα μας.  

μαρια

Ε… ε τώρα το παράκανες. Αυτός ήταν είκοσι χρονών κι ο Νικόλας έχει καβατζάρει τα ογδόντα. Μην λέμε κι ότι θέλουμε!

νατασα

Και τι έγινε;

ευαγγελια

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος χάθηκε. Μάλλον θα γύρισε στην πατρίδα του.

νατασα

Τον ερωτεύτηκες ε;

Η Ευαγγελία χαμηλώνει το κεφάλι, κοκκινίζοντας.

ευαγγελια

Όχι… εγώ… τι… μα ήμουν παντρεμένη!

μαρια

(στη Νατάσα). Μην τα λες κι εσύ αυτά απότομα! Εννοείται!!

νατασα

Συγνώμη, δεν ήθελα…/

ευαγγελια

/Μην την ακούς κορίτσι μου. Εγώ, τον Μήτσο μου, κορώνα στο κεφάλι μου.

μαρια

Ναι, από κει κι ο λάκκος…

ευαγγελια

Ποιος λάκκος;

μαρια

Με τα φίδια.

Η Ευαγγελία κάνει μια γκριμάτσα στην Μαρία. Ακούγεται θόρυβος από την πόρτα.

Μία εργαζόμενη φέρνει τον Νικόλα με ένα αναπηρικό καροτσάκι και τον βάζει σε ένα τραπέζι, απέναντι από μια κλειστή τηλεόραση

Η Ευαγγελία της κάνει νόημα να τον σερβίρει, και γυρίζει στην Μαρία.

ευαγγελια

Δεν ήταν κακός ο Μήτσος. Άτυχος ήταν.

μαρια

Δεν πάλεψε. Γονάτισε στην πρώτη αναποδιά.

ευαγγελια

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι δυνατοί. Στον πόλεμο τα χάσαμε όλα. Δεν μπόρεσε να συνέλθει.

μαρια

Κι άφησε εσένα να παλεύεις μόνη σου! (στην Νατάσα). Ξέρεις τι όμορφα πλεκτά έφτιαχνε η Ευαγγελία; Τα πούλησε όλα, για να μπορέσουν να ζήσουν. Κι ο Μήτσος… αλλού…

ευαγγελια

Τι να έκανα; Έπρεπε να τον στηρίξω.

Ήχος τηλεόρασης. Ο Νικόλας με ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι κάνει ζάπινγκ. Ένα κανάλι δείχνει σκηνές από βομβαρδισμούς και παιδιά να κλαίνε.

Ο Νικόλας παρακολουθεί ανέκφραστος. Η Μαρία σηκώνεται πάνω και πηγαίνει προς το τραπέζι του. Ο Νικόλας ξαφνικά αρχίζει να φωνάζει.

νικολασ

Δεν μπορούμε να φύγουμε. Είμαστε περικυκλωμένοι! Τα αντίσκηνα πήραν φωτιά. Οι άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, πέφτουν στη θάλασσα, πνίγονται. Αναθεματισμένοι αλλόθρησκοι!! Θα μας σφάξουν όλους. Κοιτάτε! Τα σοκάκια γέμισαν αίμα. Τα παιδιά…. αφήστε τα παιδιά.. αυτά δεν φταίνε σε τίποτα. Από παντού τρέχει αίμα. Σαν ποτάμι φουσκώνει. Θα μας πνίξει! Δεν μπορώ να πάρω ανάσα…

μαρια

(στη Νατάσα). Γρήγορα την ένεση! Πνίγεται!

Η Νατάσα τού ανοίγει το στόμα, προσέχοντας να μην καταπιεί την γλώσσα του, και του κάνει μια διπλή ένεση. Δευτερόλεπτα μετά, ο Νικόλας μαζεύεται στο καροτσάκι του, και βάζει τα κλάματα.

νικολασ

Δεν πέθανα ε;

Η Νατάσα κουνάει αρνητικά το κεφάλι.

νικολασ

Ναι, αλλά με κυνηγούν να με σκοτώσουν! Με βρήκαν;

νατασα

Μην φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής.

νικολασ

(κοιτώντας την). Δεν θα σε ξαναπειράξω. Και θα σε αφήνω να με αλλάζεις.

νατασα

Το υπόσχεσαι;

νικολασ

Ε.. δεν παίρνω κι όρκο…

 

Μοτοσικλετιστής του Στρατού το 1955 (φωτο Άννας Ασημίνα) 

 2. Συλλογοσ παλαιμαχων πολεμου

 ΤΕΛΟΣ


Πρώτη καταγραφή ιστορίας από Κική Μαυρίκη σε συνεργασία με Μαρία Πρεσβέλου


Αφορά τους:  Παναγιού, Βασίλη και Μανώλη


Ήταν πολυκοσμία στο σύλλογο για τους παλαίμαχους του πολέμου. Χαιρόντουσαν και αγκάλιαζε ο ένας τον άλλον, πόσα και πόσα είχαν περάσει!  Μερικοί ήταν πρόωρα γερασμένοι από τα βάσανα και κάποιοι είχαν συντροφιά μόνιμη την αναπηρία.

Σε μια γωνιά καθόταν η Παναγιού, 18 χρονών κορίτσι τότε -40 σήμερα. Είχαν περάσει 22 ολόκληρα χρόνια, θυμόταν τη μέρα που αποχαιρέτησε τον αδερφό της και δεν τον ξαναείδε. Πόσες αναμνήσεις και τί δύσκολα χρόνια!

Πιο πέρα κάποιος την κοίταζε πολύ ώρα… Είναι, δεν είναι, αυτή, αναρωτιόταν…  Την πλησίασε για μια στιγμή

-Μήπως είσαι η Παναγιού η αδερφή του Μιχάλη; τη ρώτησε

-Εγώ είμαι, ναι, εσύ ποιός είσαι;

-Βρε Μανώλη! Πω! Πω! Παραλίγο να μη σε γνωρίσω!

Άρχισαν να μιλάνε, πόσα είχαν να πουν για τότε, για τα χρόνια μετά, για σήμερα!


Κάποιος άλλος τους πλησίασε… Ήταν ο Βασίλης, ο φίλος και συμπολεμιστής του αδερφού της. Τί κρίμα… ήταν σε αναπηρικό καρότσι, κομμένα και τα δυο του πόδια. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και στα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα χωρίς να το καταλάβουν. Αφού χόρτασαν να μιλούν και το σπουδαιότερο, αφού η Παναγιού έμαθε πώς σκοτώθηκε ο αδερφός της και πώς θυσίασε τη ζωή του για να σώσει το Βασίλη, υποσχέθηκαν ότι θα βρισκόντουσαν από δω και πέρα συχνά. Ένοιωθαν σαν μέλη μιας οικογένειας!

Ύστερα από λίγο καιρό μάθαμε και τα ευχάριστα! Η Παναγιού παντρεύτηκε τον Μανώλη, φαίνεται πως υπήρχε η αγάπη αυτή από τότε, κράτησε χρόνια και ήρθε η ώρα της να εκδηλωθεί! Άνθρωποι που ήταν μέρος της ιστορίας, με πολλά βάσανα, τους άξιζε να ευτυχίσουν επιτέλους! Κουμπάρος; Ποιος άλλος; Ο Βασίλης! Τους χώρισε ο πόλεμος, αλλά τους ένωσε η ζωή, που την εμπιστεύτηκαν και εκείνη δεν τους πρόδωσε, τους έδωσε αυτό που τους ανήκει!!

Στρατεύσιμοι στη Μέση Ανατολή  (φωτό Άννας Ασημίνα) 



3. ΟΡΦΑΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΕΜΩΝ
Ορφανές ιστορίες πολέμων

του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Οι εξιστορήσεις που ακολουθούν βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά που έχουν παρεμφερή απόηχο από στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτόπτης μάρτυρας δεν θα μπορούσα να ’μουν (ωτακουστής διηγήσεων που είχαν εμφανή κενά που δεν κάλυψα με επάρκεια ακόμα κι όταν αρκετά μεταγενέστερα επισκέφθηκα περιοχές των δράσεων) ως χρονικά απώτερες ιστορίες οι πρώτες και σε εντελώς διαφορετικό τοπίο η πιο πρόσφατη εξ ου κι ο τίτλος “ορφανές”. Οι πόλεμοι προκαλούν εν γένει ορφάνια: σε ζωές, συναισθήματα, μνήμες.
Κατά συνέπεια επειδή δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω με στοιχειώδη ακρίβεια καταστάσεις ή στιγμιότυπα που εμπλέκονταν ή και συνέβαλαν στα συμβάντα, συνυπάρχει παράλληλα με την τυπικά πραγματική μια πιθανότατα αληθινή αλλά σε κάθε περίπτωση υποθετική διάσταση. Οι πρώτες δυο λαμβάνουν χώρα στην απαρχή της εσωτερικής μετανάστευσης (χρονικά στη περίοδο των δυο πρώτων δεκαετιών του εικοστού  αιώνα) και έχουν “ήρωες” προγόνους συγγενείς μου, ενώ η τρίτη προς το τέλος της απελθούσας χιλιετίας με τα όσα διαδραματίστηκαν στο Σεράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, κατά τον εμφύλιο πόλεμο εκεί. 
120 χρόνια πριν η Ελλάδα (στην τότε έκταση της) ελάχιστες ομοιότητες παρουσίαζε με τη σημερινή. Η Αθήνα ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο, αλλά με πληθυσμό μικρότερο κι από τον αντίστοιχο σημερινό της Πάτρας. Ποσοστιαία οι κάτοικοι της υπολείπονταν σημαντικά από το ένα δέκατο της επικράτειας. Οι υπόλοιπες πόλεις της χώρας εξακολουθούσαν να είναι μικρές ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού κατοικούσε και δραστηριοποιόταν σε αγροτικές και ορεινές περιοχές. Το ισοζύγιο γεννήσεων -θανάτων δημογραφικά καταφανώς έγερνε υπέρ των πρώτων και η αύξηση του πληθυσμού ήταν ραγδαία παρά το γεγονός ότι η θνησιμότητα (κι όχι μόνο η παιδική) ήταν μεγάλη ενώ και το προσδόκιμο ζωής είκοσι και πλέον χρόνια χαμηλότερο από το σημερινό. 
Η συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών την περίοδο εκείνη (τουλάχιστον στα χωριά) θα θεωρούντο με την τωρινή  έννοια του όρου πολύτεκνες ενώ οι αντιστοιχούσες σ’ αυτές γαίες μικρές συγκριτικά με πεδινότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι η έλλειψη χεριών για τις αγροτικές ασχολίες των προηγούμενων δεκαετιών μετατράπηκε σε ελάχιστα χρόνια σε περίσσεια και οι διατροφικές ανάγκες των πολυμελών οικογενειών δυσκόλευαν την επιβίωση. Στην ευρύτερη περιοχή της καταγωγής μου (ορεινή Φθιώτιδα) κατάντησε σχεδόν θεσμός για όλες τις οικογένειες που είχαν συγγενείς σε πόλεις να στέλνουν τα ανήλικα άρρενα τέκνα σ’ αυτούς για να τα φιλοξενήσουν αρχικά, να τους βρουν (“μάθε τέχνη” το έλεγαν τότε) απασχόληση, αλλά και να σταθούν ασπίδα στις όποιες δυσκολίες ή εμπόδια συναντούσαν. 
Κι όταν έφευγε για την πόλη το μεγαλύτερο αγόρι από κάποια οικογένεια, σε σύντομο χρόνο αργότερα έρχονταν και τα υπόλοιπα στο κατόπι του. Χαρακτηριστικά και τα πέντε αγόρια (αδέρφια) του πατέρα μου αρκετά πριν ενηλικιωθούν βρέθηκαν στην Αθήνα, η μεγάλη αδερφή του “προικίστηκε” σε γειτονικό χωριό και η μικρότερη υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να συγκατοικήσει με τους αδερφούς της μέχρι να βρεθεί “γαμπρός”. Η κινητικότητα αυτή οδήγησε και σε “αφαίμαξη” μαθητών. Οι εξήντα μαθητές του δημοτικού σχολείου του χωριού το 1920 σε μια δεκαετία περιορίστηκαν σε λίγο περισσότερους από δέκα και είκοσι χρόνια αργότερα με τη λήξη του εμφυλίου, το σχολείο έκλεισε ελλείψει παιδιών! 
Στο κατά πολύ μεγαλύτερο χωριό της μάνας μου με τους 180 μαθητές (και 300 οικογένειες) σύμφωνα με τις προφορικές ...απογραφές, το σχολείο άντεξε με πολύ μειωμένη σύνθεση τριάντα χρόνια περισσότερο.  Κι όταν δεν υπάρχουν παιδιά (για την ακρίβεια -έστω και μειωμένα σε αριθμό- έμεναν αλλού), κάτι άλλο θα’ κανε ο διάβολος! Και οι συγχωριανοί -είτε διέμεναν πλέον εκεί είτε κατά μεγάλη πλειοψηφία αλλού- έφερναν στην επιφάνεια της μνήμης τους διαφορές που είχαν με τους υπόλοιπους (πολλές φορές και από πάππου σε πάππου!). Επιβεβαιώνοντας την παροιμία “κακό χωριό τα λίγα σπίτια”…
Προσόν για το φευγιό των ανήλικων αρρένων τέκνων σε πόλεις και πολύ περισσότερο στην Αθήνα ήταν η διαμονή κάποιου κοντινού συγγενή σ’ αυτές. Για όσους δεν υπήρχε η προϋπόθεση ή ο πατέρας δείλιαζε στην προοπτική του (προσωρινού πίστευαν τότε) ξεριζωμού παρουσιαζόταν μια δεύτερη ευκαιρία με τη στρατιωτική θητεία. Την κανονική ή έκτακτες, τις “ανεπίσημες” -αυτές που η χώρα μας και οι υπόλοιπες των Βαλκανίων οργάνωναν στο παρασκήνιο τόσο “κρυφά”, που σε ελάχιστο χρόνο οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούσαν κοινό μυστικό όλων. 
Ήταν άλλωστε η εποχή που ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι “ο στρατός είναι σχολείο”, όπως έλεγε κι ο πατέρας μου και τα αγόρια ήδη από την εφηβική ηλικία διαπαιδαγωγούνταν πως αποφοιτώντας απ’ αυτό το στάδιο θα γίνουν επιτέλους “άνδρες”! Με την προσμονή αυτή παρακαμπτόταν το εξ ίσου διαδεδομένο σλόγκαν “εκεί που αρχίζει ο στρατός τελειώνει η λογική” και όλες οι άλλες συνήθειες ή αγκυλώσεις που αργότερα καθιερώθηκαν ως “λούφα και παραλλαγή”. Αυτό μέσες άκρες αποτελεί το “background” των δυο πρώτων ιστοριών.

 

 ……
Πόρτ Σάιντ 14-12-41 (φωτό Άννας Ασημίνα) 

 ……

Σ’ αυτά τα “ανεπίσημα τάγματα” στρατολογήθηκαν αρχές του 20ου αιώνα ως έμμισθοι δυο έμμεσοι (από το σόι της μάνας μου) συγγενείς, μακρινοί μεταξύ τους συμπέθεροι. Ο πρώτος στάλθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας κι ο δεύτερος στα πέριξ της Κοζάνης χωριά. Στα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν ήταν να κανακεύουν και να είναι φιλικοί με τους ντόπιους (για να εξασφαλιστεί ευμενής ουδετερότητα), που ήταν πληθυσμοί με κοινή θρησκεία (αν και οι επίσημες Εκκλησίες είχαν βάλει βαθιά το χεράκι τους τις προηγούμενες δεκαετίες με τις διαμάχες και αφορισμούς των Εξαρχικών που είχαν ως έδρα την πόλη Οχρίδα) από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, διένεξη και ένταση που κρατούσε από το 1879, αλλά ως μητρική μιλούσαν άλλες γλώσσες. Βεβαίως η συνεννόηση ήταν αρκετά εύκολη αφού μεταξύ τους πολλοί ήταν δίγλωσσοι αλλά και μέρος του λεξιλογίου τους με τα χρόνια συνύπαρξης ομοίαζε. 
Ανάλογη τακτική με τα ελληνικά ακολουθούσαν και τα Βουλγαρικά τάγματα -άλλωστε κοινός ήταν κι ο τίτλος ή τα διακριτικά τους (Ελληνικό ή Βουλγαρικό κομιτάτο, επιγραφή τόσο στο ελληνικό όσο και στο κυριλλικό αλφάβητο). Και όπως συμβαίνει πάντα όταν κάτω από την επιφάνεια κρύβονται (όχι και τόσο επιμελώς) μύχιοι στόχοι που κάποια στιγμή φανερώνονται απροκάλυπτα, τελικά όπου “δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος”. Σ’ ένα σκηνικό όπου οι ντόπιοι κατά κανόνα αισθάνονταν ουδέτεροι ή σιωπηρά εχθρικοί απέναντι στα διάφορα κομιτάτα,  όπως περιγράφει “στη ζωή εν τάφω” ο Στρατής Μυριβήλης, που ήταν κι ο ίδιος στα μέτωπα από τους Βαλκανικούς πολέμους ως και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο: 
Αυτοί εδώ οι χωριάτες που τη γλώσσα τους καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του Ορθοδόξου Πατριάρχη της Πόλης. Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Έπειτα οι τάφοι των παλιών προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιών τους. Ωστόσο δε θέλουν να ’ναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ (Σέρβοι), μήτε «Γκρρτς» (Γραικοί). Μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ. 
Ο πρώτος (αδερφός του παππού μου, ο Χρήστος (25 χρονών περίπου τότε) που έδρασε στην περιοχή της Δράμας γνωρίστηκε και παντρεύτηκε τελικά μια κοπέλα που ονομαζόταν Αθανασίεβα και διέμενε στο κεφαλοχώρι Αδριανή (εκείνη την περίοδο ονομαζόταν Εδερνετζίκ). Το μικρό όνομα και το επίθετο (που διέφυγε της μνήμης των συγγενών μου) παραπέμπει σε πρόσωπο που είχε σλαβική καταγωγή (η μάνα μου την “πολιτογράφησε”ως Βουλγάρα  χωρίς ποτέ να τη συναντήσει). Καρπός του ζευγαριού ήταν δυο παιδιά, όπως μέσω των αραιών επιστολών του γνωστοποίησε ο Χρήστος στο συγγενικό κύκλο. Η όλη επικοινωνία πάντως ήταν προβληματική αφού από τη φύση της αποστολής του διεύθυνση σταθερή δεν είχε και κατά συνέπεια οι ελάχιστες επιστολές είχαν μόνο αυτόν ως αποστολέα. 
Για χρόνια είχε χαθεί κάθε επαφή ώσπου έφθασε μια επιστολή στους άμεσους συγγενείς του Χρήστου με αποστολέα την Αθανασίεβα. Σ’ αυτήν γνωστοποιούσε ότι ο σύζυγος της σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου και η ίδια (βρήκε πολύ αργότερα τυχαία τη διεύθυνση και θεώρησε χρέος να ενημερώσει τους οικείους του για την τύχη του) αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες για την ανατροφή των ορφανών παιδιών. Οι συγγενείς μου προσπάθησαν να επικοινωνήσουν εκ νέου μαζί της για να  πληροφορηθούν ευρύτερα και να βοηθήσουν κατά το δυνατόν τα παιδιά, αλλά για άγνωστο λόγο κάθε επαφή χάθηκε. 
Το 1980 -όταν έμενα Θεσσαλονίκη- αξιώθηκα να επισκεφθώ την Αδριανή μήπως και αποκομίσω κάποιες επιπλέον πληροφορίες ή και να έρθω σε επαφή με τυχόν απογόνους του Χρήστου. Μάταιος κόπος. Μου είπαν (παππούδες κυρίως στα καφενεία) ότι στο χωριό κατοικούσαν πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί (η πλειοψηφία) Σλαβόφωνοι αλλά δεν είχαν ακουστά επώνυμο όμοιο με εκείνο του συγγενή μου. Ενώ το “Αθανασίεβα” ήταν πολύ κοινό ως όνομα για Σλαβόφωνες για να μπορέσω να βγάλω άκρη. 
Μου κίνησε όμως την προσοχή μια αναφορά ότι υπήρξαν μεικτές οικογένειες (από Ρωμιούς και άλλους) που η καχυποψία και τα ευτελή κίνητρα διαφόρων (καταστάσεις αισθητά εμφανείς μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και τις επακόλουθες ανταλλαγές πληθυσμών) τις υποχρέωσε να εγκαταλείψουν το χωριό. Και οι ανταλλαγές σε μέγεθος σ’ αυτό το χωριό άγγιξαν σχεδόν το μισό πληθυσμό.
Έντεκα χρόνια αργότερα στον πρώτο πόλεμο του (Περσικού) Κόλπου, βλέπω σε τηλεοπτικό κανάλι έναν “αναλυτή” (καθηγητή Πανεπιστημίου) των γεωστρατηγικών επιπτώσεων που δημιουργούσε η εισβολή. Η προσοχή μου δεν έμεινε στα όσα έλεγε αλλά στη φυσιογνωμία του. Ένα πρόσωπο φτυστό με εκείνο ενός πρώτου ξαδέρφου της μητέρας μου. Προσπάθησα με το θείο μου, αδερφό της μάνας μου να έρθω  μαζί του σε επικοινωνία. Και πάνω που βρήκα τηλέφωνο στη Σχολή του, μου είπαν ότι δέχτηκε πρόταση από Πανεπιστήμιο της αλλοδαπής για να συνεχίσει εκεί την ακαδημαϊκή καριέρα του. Άφησα στοιχεία αν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί μου λέγοντας ότι πιθανότατα είμαι συγγενής του, αλλά απόκριση δεν ήρθε...  
Λιγότερες πληροφορίες έχω για τον έτερο συγγενή (αδερφό του πατέρα της γιαγιάς μου) τον Λάμπρο, που έδρασε την ίδια περίοδο σε χωριά της Κοζάνης. Δεδομένα είναι ότι για “ηρωισμό και ανδραγαθίες” πήρε “γαλόνια και αστέρια” (μέχρι και οδοί σε Σιάτιστα και Κοζάνη φέρουν το όνομα του), σε σημείο ώστε σε παλιό ημερολόγιο του χωριού κάτω από φωτογραφία του με στρατιωτική περιβολή υπήρχε η λεζάντα “ο στρατηγός”. Αλλά όσο κι αν κορδωνόταν το χωριό για το “ξακουστό τέκνο του” υπήρχαν από πίσω οι “μπηχτές” που απ’ όσα οσμίστηκα εκ των υστέρων λαβές ουδέποτε έδωσε ο ίδιος. 
Η πέτρα του “σκανδάλου” ήταν η γυναίκα του (με το όνομα Επιστήμη) που συνάντησα στην κλίνη ενός νοσοκομείου που την επισκεφτήκαμε σε προχωρημένη ηλικία το 1972. Η εντύπωση που αποκόμισα γι’ αυτή ήταν ότι επρόκειτο για μια καλλιεργημένη γυναίκα που παρά την ηλικία και ταλαιπωρία από την ασθένεια της είχε πολύ όμορφα χαρακτηριστικά και η ευγένεια της, η έλλειψη κομπασμού, η ευχέρεια στο λόγο, έδειχνε άνθρωπο πόλης κι όχι χωριού. Οι “κατηγορίες” που της καταμαρτυρούσαν οι χωριανοί δεν είχαν να κάνουν με πράξεις της αλλά ότι ήταν μια που δεν “ταίριαζε” με ότι ήταν συνηθισμένο στις περιπτώσεις αυτές στο χωριό. Και το κυριότερο “όμορφη”. “Πολύ όμορφη για σένα” στρατηγέ, όπως θα τιτλοφορούσε ο Μπερτράν Μπλιέρ ταινία του δεκαετίες αργότερα...   
Ο “στρατηγός” αποστρατεύθηκε αρχές δεκαετίας του 30 για λόγους υγείας και δυο χρόνια μετά υπέκυψε από βαριά μορφή φυματίωσης. Στο μνήμα του αντί του πολύ κοινότυπου “ήρωας” οι στίχοι του Μπέρτολ Μπρεχτ σαφώς αντιπροσωπευτικότεροι θα ήταν:
Από τους καρχαρίες εγλύτωσα
τις τίγρεις τις καθάρισα
μα με καταβροχθίσαν οι κοριοί. 
………
Φθινόπωρο του 1979 βρέθηκα (μεταξύ άλλων) στο Σεράγιεβο, στην τότε (Ενιαία) Γιουγκοσλαβία. Με εθελόντρια μεταφράστρια μια κοπέλα από τα Μπίτολα (Μοναστήρι), που γνώριζε ελληνικά σχεδόν ως μητρική γλώσσα, αφού η (δίγλωσση) μάνα της γεννήθηκε στη Νάουσα. Η κατάληξη του εμφυλίου την έφερε στη γειτονική χώρα και μάλιστα στην κατηγορία ανθρώπων που δεν επιτρεπόταν να επιστρέψει ακόμα κι όταν το (υπόλοιπο) σύνολο των πολιτικών προσφύγων είχε αποκτήσει αυτό το δικαίωμα. 
Ανάμεσα σε άλλα από την παραμονή στο Σεράγιεβο ήταν και μια τυχαία συνάντηση με κάποια παρέα συνομηλίκων, μερικούς από τους οποίους γνώριζε η ίδια. Έλαχε να παρευρίσκονται σ’ αυτήν άνθρωποι με διαφορετικές καταγωγές. Άτομα με μουσουλμάνους γονείς (όσους συνάντησα από την ομάδα αυτή ήταν άθρησκοι), Κροατομουσουλμάνους, Σέρβους ή Σερβοκροάτες της Βοσνίας, όλοι φίλοι μεταξύ τους χωρίς να σκιάζει το παραμικρό τη μεταξύ τους σχέση. 
Παρ’ ότι ήμουν σε νεαρή ηλικία γνώριζα από τον πατέρα μου, που ήταν θαυμαστής του Τίτο, διαφορές του παρελθόντος που “χώριζαν” τις διάφορες κατηγορίες πληθυσμού εκεί, καθώς και συμβάντα κατά τη διάρκεια της Χιτλερικής κατοχής, με τους Κροάτες Ουστάζι και τη συμμορία του Σέρβου Αρκάν. Με την ευκαιρία έθεσα προς αποσαφήνιση ανάλογα ερωτήματα που μου ερχόντουσαν. Εντύπωση μου έκανε μια αποστροφή του Κροατοσέρβου της παρέας ότι “η κατάσταση ήταν δύσκολη στη δεκαετία του 50 όταν ήταν νωπές οι φρικαλεότητες της κατοχής αλλά (μια εικοσαετία αργότερα) όλα πια είναι νορμάλ” Κάτι που από την ατμόσφαιρα που αντίκρισα στην παρέα μου φαινόταν απόλυτα εξηγήσιμο. 
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα το Σεράγιεβο, που μαζί με το Σάλτσμπουργκ ήταν οι μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης σε υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα, έμοιαζε με μια πρώην πόλη. Μεγάλο μέρος των κατοίκων το είχαν εγκαταλείψει και οι ξακουστές γέφυρες των παραποτάμων που συναντιούνται στο κέντρο της πόλης είχαν καταληφθεί από τους λεγόμενους “ακροβολιστές” που πυροβολούσαν στα τυφλά ή εναντίον οποιουδήποτε βάδιζε ή πέρναγε από κει. 
Είκοσι επτά χρόνια από τη λήξη του εκεί εμφυλίου πολέμου, το Σεράγιεβο παραμένει ακρωτηριασμένο. Οι Μουσουλμάνοι σε σημαντικό ποσοστό μετοίκησαν στη γειτονική Τούζλα, οι Σέρβοι ταμπουρώθηκαν στη Μπάνια Λούκα και οι Κροάτες ξεμύτισαν πέρα από το Μοστάρ στη παράκτια ζώνη της Αδριατικής. Μεγάλο μέρος  γόνων μεικτών οικογενειών πήραν των ομματίων τους για άλλες πολιτείες (η Ελβετία και η Αυστρία παρείχαν άσυλο σε δεκάδες χιλιάδες πολίτες της Βοσνίας Ερζεγοβίνης ανεξάρτητα καταγωγής ή θρησκείας). 
Κάτοικος πλέον του Γκρατς (Αυστρία) ένας Σερβοκροάτης στην καταγωγή Βόσνιος έγραψε άρθρο για τη σχετική έκδοση του “LE MONDE DIPLOMATIC” το 1994. Σ’ αυτό περιέγραφε σχεδόν όσα είχαν δει τα μάτια μου όταν το επισκέφθηκα. Ή όσα μας είπε ο φίλος εκείνος στην τότε συνάντηση μας. Κι όταν μια πόλη που διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά για να είναι σύμβολο “παγκόσμιας κληρονομιάς” πολιορκείται ή λεηλατείται ανελέητα και όλοι σφυρίζουν αδιάφορα, σίγουρα δεν φταίνε μόνο κάποιοι κακοί (αν ήταν έτσι θα τους είχε καθαρίσει προ πολλού η ανθρωπότητα).  
Και ακόμα περισσότερο παραφράζοντας τον ποιητή, όταν αντίστοιχο συμβάν κτυπήσει την πόρτα μας και πάλι, οι κοινωνίες μας θα είναι ακόμα πιο απαθείς ή περισσότερο έκπληκτες. Ευάλωτες απολύτως…
……….
Οι ιστορίες αυτές εκτυλίχθηκαν εν μέσω πολεμικών συρράξεων. Συρράξεων που συνέβησαν σε σχετικά όμορο γεωγραφικό χώρο (και χρόνο οι δυο πρώτες) στο “εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε” κατά τον ποιητή. Και για την ώρα δεν φαίνεται να έχουμε πάρει μηνύματα ώστε να μην επαναληφθούν και να μην περιοριζόμαστε απλώς στο “διηγώντας τις να κλαις”. 
Γιατί πέραν από τον σουρεαλιστικό παραλογισμό (“στρατηγέ τι γύρευες στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος” κατά τον Εγγονόπουλο), ως κοινωνία παράλογες δεν μας φαίνονται τόσο οι ίδιες, όσο στίχοι σαν αυτούς του Κώστα Βάρναλη:
Να δω τον κόσμο ανάποδα 
τον αδελφό μου ξένο 
και τον οχθρό αδέλφι μου
αδικοσκοτωμένο.


Στρατεύσιμοι την περίοδο του εμφυλίου κατά την κατάταξη (φωτό Α. Σταθακιού)

 

  

4. Η Πόλις εάλω

Σταμάτης Σκούτας

 

Έτσι για άλλη μια φορά περίπου ξεκίνησε το δρόμο του αλατιού με διάφορο τρόπο. Βέβαια από μέσα του δεν πολυπίστευε πως η Πόλη θα τα κατάφερνε. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι μέσα στο εσωτερικό της πάλευαν ο ένας στον άλλο και μόνο ο  Αυτοκράτορας πίστευε στη σωτηρία της.
Στο δρόμο για τη Χίο, τιμονιέρης ξανά περνούσε υπερήφανος τις γνώριμες θάλασσες και όπως το πλεούμενο πλησίαζε την Ανατολή τόσο ανέβαινε το ηθικό του και στο τέλος όταν έφτασαν στο νησί της μαστίχας και συνάντησε τον Στρατηγό μέσα του η αισιοδοξία τα πήρε όλα σβάρνα. 
Απογέμισαν και τα τρία καράβια απέπλευσαν με οκτακόσιους στρατιώτες ορκισμένους στο Χριστό.
Στις αρχές Ιανουαρίου έφτασαν στη θάλασσα του Μαρμαρά. Καθυστέρησαν λίγο για να έχουν σύμμαχο τη νύχτα και πέρασαν μέσα από το στόλο του Μωάμεθ πριν προλάβουν να κινηθούν. 
Χωρίς να λυόσουν μύτη μπήκαν με φόρα στον Κεράτιο και άραξαν στην δυτική προβλήτα μαζί με τα’αλλα, δίπλα στα ενετικά,.
Οι τούρκοι απέναντι στην ασιατική ακτή με το μεγάλο κανόνι και παραπάνω από το ΑναντολούΧισάρ έριξαν μερικές κανονιές περισσότερο για εκφοβισμό. Στην ευρωπαϊκή ακτή και γύρω απ την Πόλη, παντού μονάδες οθωμανικοί στρατού που κάθε μέρα και πολλαπλασιαζόταν. 
Ο Νικολός με το γεγονός αυτό παγίωσε τη θέση του ότι με τον Στρατηγό και με αποφασισμένους στρατιώτες η Πόλη μπορούσε να αντέξει και να βγει νικηφόρος. 
Ο Καίσαρας  μόλις έφτασε ο Ιουστινιάνη του ανέθεσε την γενική αρχηγία της άμυνας των χερσαίων δυνάμεων και μερικοί Γενουάτες του Γαλατά ήρθαν και ενώθηκαν με το στρατό του. 
Ο Τούρκικος στρατός στις αρχές Απριλίου μεγάλωσε κιάλλο. Ο Μωάμεθ απλώθηκε με πάνω από 100.000 άνδρες στην πεδιάδα και στρατοπέδευσε έξω απ τα χερσαία τείχη. Η θάλασσα γέμισε με τριακόσια περίπου μεγάλα και μικρά καράβια. Τα μεγάλα αγκυροβόλησαν δίπλα στο λιμάνι το Διπλοκιόνιο. 
Μέσα στην Πόλη οι μαχητές στο σύνολο δεν ξεπερνούσαν τους 7.000. 
 Η Κωνσταντινούπολη ήταν εντελώς περικυκλωμένη από τη ξηρά και από τη θάλασσα. Ο Καίσαρας κάλεσε του Ενετούς και του Γενουάτες να δεσμευτούν στον χριστιανικό αγώνα και οι Βενετοί δέχθηκαν πρόθυμα. 
Οι ανθενωτικοί απ την άλλη μεριά σφύριζαν αδιάφορα. “Kρειτότερόνεστινειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτρανΛατινικήν” διαλαλούσε με παρρησία ο πρωθυπουργός  Λουκάς Νοταράς. Σε ποιους έλληνες στρατηγούς να ανάθετε την άμυνα; Όλοι ενάντιοι και φυσικά ο Καίσαρας ήξερε πως αν υποχωρούσε θα τον καθάριζαν και θα παρέδιδαν την Πόλη αμαχητί. 
Έτσι αναγκάστηκε και κάλεσε τους Βενετούς να αναλάβουν την υπεράσπιση του ίδιου του παλατιού που ανατέθηκε στο βάϊλο της Βενετίας ΤζιρόλαμοΜινότο και η ευθύνη του λιμανιού δόθηκε στον ΑλβίρεΝτιέντο. 
Στις 3 του Απρίλη ο Νικόλας είδε από μακριά και τον ίδιο τον Καίσαρα με την χρυσή περικεφαλαία, που είχε έλθει να τους τονώσει το ηθικό και έδωσε διαταγή να τοποθετήσουν την αλυσίδα στον Κεράτιο από την Πόλη μέχρι απέναντι τον Γαλατά. 
Πήραν και το Νικόλα στην αγγαρεία, ζόρικη δουλειά, κάθε κρίκος σε σχήμα οκτώ έχε μήκος περί το ένα μέτρο. 
Άγαρμπα κολλημένα, μαύρη σκουριά εξακοσίων χρόνων, από την εποχή του Λέοντα Γ’ του Ισαύρου! 
Την 6 Απριλίου οι βομβαρδισμοί άρχισαν απ το πρωί. Με τα 12 μεγάλα πυροβόλα και ένα καινούργιο κανόνι - τέρας. Το είχε κατασκευάσει ένας Ούγγρος τεχνίτης που άκουγε στο όνομα Ουρβάν, και ο οποίος είχε αυτομολήσει από τις υπηρεσίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου για οικονομικούς λόγους. Τέσσερις φορές πάνω του πλήρωνε ο Μωχάμετ. Το πυροβόλο εκείνο, είχε   βλήμα βάρους ενός τόνου και βεληνεκές - απόσταση δηλαδή από το σημείο εκτόξευσης ως το σημείο πτώσης - 1610 μέτρα! 
Ωστόσο ο πόλεμος ήταν ακόμα απρόβλεπτος παρά την υπεροπλία των Τούρκων και τη τρομερή φοβέρα του κανονιού. 
Η Βασιλεύουσα με τρεις σειρές χιλιόχρονα κάστρα, θεωρούνταν θεοφρούρητη. 
Στις 7 Απριλίου, οι δυνάμεις του σουλτάνου έφθασαν εμπρός από τα χερσαία τείχη, σε απόσταση 400 μέτρων και αναπτύχθηκαν σε όλο το μήκος τους, από τον Κεράτιο έως την Προποντίδα.
Στις 12 Απριλίου τα καράβια του οθωμανικού στόλου πέρασαν μπροστά απ τα τείχη και οι ναύτες τους χτύπαγαν τα ταμπούρλα, είχε ξεκινήσει ο πόλεμος νεύρων, την ίδια μέρα προσπάθησε να εισβάλει στον Κεράτιο με όλη την αρμάδα και έφθασε εμπρός από την αλυσίδα. 
Αποτελούνταν δε από 145 πλοία, δηλαδή γαλέρες, γολετόβρικα, μπριγκαντίνια και μπρατσέρες. Επιπλέον υπήρχαν και 70-80 μεγάλες φούστες. Οι γαλέρες ήταν 12 και οι μπρατσέρες 20. 
Ανάμεσα στα τούρκικα πλοία υπήρχε και ένα πλοίο από την Σινώπη φορτωμένο με πέτρες, που προοριζόταν να χρησιμοποιηθούν ως βλήματα για τα κανόνια, μετέφερε δε και άλλα πολεμοφόδια.
Ο  ΑλβίρεΝτιέντο με τον στόλο του τους μπλόκαρε. Έτσι η αυτοπεποίθηση των Ενετών και των άλλων αυξήθηκε. Αλλά και ο Νικόλαος ξεθάρρεψε, η ζωή στη θάλασσα, η συμμετοχή στην σωτηρία της Πόλης με σπουδαίους ανθρώπους και το κυριότερο το παράστημα και το παράδειγμα του Στρατηγού Γιουστινιάνη τον δάδονε. 
Μέσα του ο θεός των ρωμιών θέριευε και γίνονταν τεράστιος. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, ούτε το λιγοστό φαΐ ούτε η διαρκής σκοπιά. 
Ο Μωάμεθ είχε στήσει το στρατηγείο του δυο χιλιόμετρα αντίκρυ στη πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. 
Από μέσα ο Παλαιολόγος οργάνωνε συνέχεια το αμυντικό σύστημα. Οι πλούσιοι, οι κληρικοί και οι ανθενωτικοί αντιδρούσαν, έκαναν ότι μπορούσαν να του κάνουν το έργο του δύσκολο. Πολλοί αρνήθηκαν να δώσουν λεφτά και άλλοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους. 
Πίσω από την αλυσίδα είχε αράξει όλος ο βυζαντινός στόλος, τα 17 καράβια του αυτοκράτορα, από τα οποία όμως μόνο τα πέντε ήταν οπλισμένα, έξη βενετσιάνικα, δυο γενουάτικα, ένα χιώτικο, ένα κρητικό και τα δυο κάτεργα του Ιουστινιάνι. Στο ένα από αυτά ήταν  ο Νικόλαος με άλλους εξήντα.  
Κάθε τόσο κοίταζε ψηλά πάνω απ’ τα κάστρα μήπως και «φανεί ο καβαλάρης και διώξει τους άπιστους». «Όταν η ελπίδα σβήνει οι παραδόσεις παίρνουν πνοή.» κάπου το είχε ακούσει και εκείνη τη στιγμή η αμφιβολία και η προσδοκία πάλευαν μέσα του. Ίσως έτσι δικαιολογούσε και τους ανθενωτικούς που δεν ήθελε να τους ξεχωρίσει. Ήθελε οι ρωμιοί να είναι μια γροθιά, το παρακαλούσε, το ικέτευε, το έβλεπε μοναδική λύση.
Τελικά έγινε, ο πρωθυπουργός Λουκάς Νοταράς έφερε τους άνδρες του και παρατάχθηκαν στα θαλάσσια τείχη. Αλλά και οι καλόγεροι σιγά σιγά ξεσκάρισαν. Ακόμα και ο Ορχάν ο τούρκος πρίγκιπας συμπαρατάχθηκε με μια ομάδα μισθοφόρων. 
Στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουάτικα καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων και ανεβάζοντας το συναίσθημα των πολιορκημένων. 
Το πρωί της 23 Απριλίου τα μάτια του Νικόλα κόντευαν να πεταχτούν έξω απ τις κόγχες τους. Εβδομήντα δυο τούρκικα μικρά σκάφη βρέθηκαν μέσα στον Κεράτιο πίσω απ’ την αλυσίδα. Μπροστά από το παλάτι των Βλαχερνών!
Η αλυσίδα απείραχτη, στον τόπο της. Τι είχε συμβεί; Την νύχτα στη στεριά του Γαλατά έκαναν ράγες και έσυραν τα καράβια δώδεκα χιλιόμετρα απόσταση πάνω από λόφους και ρέματα. Φαίνεται ότι τους βοήθησαν και κάποιοι προκομμένοι Γενουάτες. 
Οι τούρκοι παρέταξαν τα σκάφη τους σε θέση μάχης κατά μήκος της ακτής του Γαλατά. Τα πιο μεγάλα και βαριά στήθηκαν από το Διπλοκιόνιο μέχρι την έξω μεριά της αλυσίδας και παγίωσαν έτσι την επιτυχία τους.  
Πρώτη αντίδραση των βενετσιάνων ήταν να στείλουν πυρπολικά πλοία με καπετάνιο τον Τζάκομο Κόκκο να τα χτυπήσουν. Βεβιασμένη ενέργεια, φαίνεται ότι το σχέδιο προδόθηκε. Ίσως από κατάσκοπο του Γαλατά. 
Ο Νικόλαος πολεμούσε μέσα του. Είχε ζήσει και μεγαλώσει με γενουάτες όμως  «αυτοί του Γαλατά είναι τομάρια!». 
Οι βενετοί θρήνησαν το θάνατο του γενναίου καπετάνιου τους. Οι πανηγυρισμοί στο στρατόπεδο του σουλτάνου ακούστηκαν δυνατά και χώθηκαν βαθιά στο μυαλό του. 
Όπως όλοι οι κάτοικοι της Πόλης και κείνος συνέχεια άγρυπνος και δυστυχής. 
Δεν ήταν μόνο η πείνα και η νευρική εξάντληση, αυτός ο αδιάκοπος βομβαρδισμός κάθε που έπεφτε πύργος έμοιαζε με ξεκόλλημα της ψυχής. Μέχρι να τον ξαναχτίσουν, τι αγωνία θεέ μου! 
Οι βομβαρδισμοί των τειχών της Πόλης συνεχίσθηκαν όλο τον Απρίλιο. 
Στις 28 Απριλίου οι χριστιανοί αποφάσισαν να θέσουν πάλι σε εφαρμογή σχέδιο εμπρησμού των τουρκικών πλοίων. Το σχέδιο προδόθηκε και οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους ανασκολόπισαν απέναντι από τα τείχη, μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων. 
Ο Παλαιολόγος απάντησε με απαγχονισμό τούρκων αιχμαλώτων και διέταξε να κρεμάσουν τα πτώματα τους έξω από τα τείχη. Για μέρες η εφιαλτική οσμή της αποσύνθεσης δημιουργούσε ασφυκτική ατμόσφαιρα και από  τις δυο πλευρές των τειχών. 
Ήρθε και η γκρίνια που ξέσπασε ταραχές με πάλι επίκεντρο τους Γενοβέζους. 
Φαίνεται πως οι υποψίες κατά της γενοβέζικης αποικίας ήταν βάσιμες και για την είσοδο των τουρκικών πλοίων στον Κεράτιο, αλλά και για την προδοσία του χριστιανικού σχεδίου εμπρησμού.
Ο Νικόλας όλο και λιγότερο κοίταζε ψηλά, ο καβαλάρης αργούσε. Απέναντι παντού τούρκοι, όπλα και στρατιώτες. 
Δεν τολμούσαν να επιτεθούν, τα χριστιανικά καράβια μεγάλα και βαριά τους φοβέριζαν ακόμα, δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. 
Η Γένουα θα έπρεπε να ντρέπεται για την απιστία του Γαλατά. Εκείνες τις μέρες πρέπει να είχαν γίνει με τους Τούρκους ένα. 
Την ντροπή αυτή δεν την ξέπλενε ούτε ο αγώνας και η αυτοθυσία του στρατηγού Ιουστινιάνι που πάλευε κυριολεκτικά σαν λιοντάρι στο πλευρό του Καίσαρα. 
Ακολούθησαν ξανά καβγάδες μεταξύ Γενοβέζων και Βενετών. Οι Γενουάτες απέδιδαν την αποτυχία για τον εμπρησμό  στην απερισκεψία του Κόκκο και την διοικητική ανικανότητα των Βενετών. 
Ο αυτοκράτορας παρενέβηκε και προσπάθησε να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ εκείνων που εκείνη την ώρα υποτίθεται ότι ήταν όλοι ενωμένοι ενάντια στους Τούρκους.  
Μπήκε και ο Μάης, βροχερός με μια αρρωστημένη ομίχλη κάλυπτε συνέχεια το Βόσπορο. 
Άρχισαν οι ανθενωτικοί καλόγεροι να γυρίζουν στους δρόμους με προφητείες και προκαταλήψεις. «Θα πέσει ο Θεός να μας κάψει». «Μετανοείτε». Η τροφή και το μπαρούτι λιγόστεψαν κι άλλο. 
Σε αυτές τις τελευταίες μέρες του Μάη έγιναν πολλές επιθέσεις των Τούρκων και το πυροβολικό χάλασε σε αρκετές μεριές το κάστρο και τα γύρω του χαντάκια γέμισαν χώμα. Έτσι ή άμυνα άρχισε να παραλύει. 
Ό αρχηγός των Γενοβέζων Ιουστινιάνης που ήταν παράλληλα και φρούραρχος της Πόλης, ή πιο σωστά, γενικός αρχηγός, αντικρίζοντας κάποια μέρα άμεσο κίνδυνο γιατί στο κάστρο, κοντά στην πύλη τον Ρωμανού, ανοίχτηκαν μεγάλες τρύπες, ζήτησε από το δούκα και πρωθυπουργό Νοταρά να του στείλει πυροβόλα για να μπορέσει να κρατήσει την άμυνα και να μη μπούνε από εκεί οι Τούρκοι. Ό Νοταράς του αρνήθηκε με πείσμα. Τότε ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του και μη μπορώντας να κάνει άλλο φώναξε οργισμένος: «Ο traditoretchemetiencheadesso non tescannacumquestopugnal”, δηλαδή: "Ε προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω με αυτό το μαχαίρι ( ).
Δε θέλει, ρώτημα, πώς ανταλλάχτηκαν βρισιές και απειλές και από τα δυο μέρη και αν δεν πρόφταινε να ‘ρθει ο Παλαιολόγος θα γίνονταν φονικό. Ως κείνη τη στιγμή ο Ιουστινιάνης θεωρούνταν σωτήρας και λυτρωτής της Πόλης και οι ενωτικοί ρωμιοί τον τιμούσαν και τον σέβονταν.
Οι φίλοι του Νοταρά όμως τον έβλεπαν με μισό μάτι και έψαχναν πως και πως να τον ξεφορτωθούν. Αυτός ήταν ο πιο ισχυρός αντίπαλος τους, «πού κατάφερνε τον Κωνσταντίνο να μη συνθηκολογεί, οργανώνοντας μέρα και νύχτα την άμυνα της Πόλης.» 
Ο Μεχμέτ έστειλε πρεσβευτές στον Παλαιολόγο και του πρότεινε να εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα με την συνοδεία του και να εγκατασταθεί στο Μοριά, άρχοντας με τα προνόμιά του. Εκείνος απάντησε σαν αρχαίος έλληνας: 
-Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόνεστινοθτ’άλλου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτωςαποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών . 
Αλίμονο, πίσω του, κάποιοι ανθενωτικοί στενοκέφαλοι ήταν σε διαπραγμάτευση με το ίδιο το Σουλτάνο. 
Ο Καίσαρας ήλπιζε, περίμενε ότι θα έφτανε βοήθεια. Έστειλε μάλιστα ένα πλοιάριο στην Εύβοια για να διαπιστώσει αν φαίνονταν ο βενετικός στόλος του ΤζάκομοΛορεντάν που είχε αποπλεύσει από την Κέρκυρα στις 7 Μάιου. 
Μάταια, το πλοιάριο γύρισε άπρακτο, πουθενά Λορεντάν. Καμία βοήθεια, εκείνη την ώρα ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι του είχε μείνει μόνο ο Θεός!. 
Στις 27 του Μάη άρχισε ή φοβερότερη επίθεση των Τούρκων. Το κάστρο όλο τραντάζονταν από τις κανονιές. Οι μουσουλμάνοι λυσσασμένοι ρίχνονταν κατά μάζες και περνούσαν τα χαντάκια φτάνοντας στα εξωτερικά τείχη, όπου, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, πλησίαζαν στις πόρτες του κάστρου, πού σε πολλές μεριές γκρεμίζονταν από τις απανωτές οβίδες. Η επίθεση ήταν συντονισμένη από παντού, ακόμα και ο στόλος που βομβάρδιζε από τον Κεράτιο είχε επιτυχία στα τείχη και στα βυζαντινά καράβια. Στο κάτεργο μια οβίδα του έσπασε το μεσαίο κατάρτι από το σταυρό. 
Ό Ιουστινιάνης κράταγε γερά, έτρεχε παντού. Όμως η δόξα σκοτώνει τα παλικάρια της. Μέσα στο χαλασμό μια σαϊτιά στο σαγόνι και τον πήρανε τα αίματα. Ο Στρατηγός έπεσε και ίσως μαζί του και η Βασιλεύουσα. Έτρεξαν οι δικοί του και τον πρόλαβαν. Τον πέρασαν στο Γαλατά, το μόνο «σίγουρο» μέρος εκείνη τη στιγμή.
Ό Παλαιολόγος στενοχωρήθηκε πολύ, ήταν ο καλύτερος στρατιωτικός του. Μαζί με τον λαβωμένο έφυγαν πολλές οικογένειες Γενοβέζων και έτσι κλονίστηκε πολύ το ηθικό των χριστιανών πολεμιστών, οπότε όλοι κατάλαβαν, πως οι ανθενωτικοί είχαν επικρατήσει και η Βασιλεύουσα είχε χαθεί. 
Τότε μέσα στην Πόλη παρατηρήθηκε ανακατωσούρα και μεγάλη ταραχή. Πολλές χιλιάδες βυζαντινοί ύψωσαν σημαίες πάνω στους πύργους και τις πολεμίστρες του κάστρου και ζητούσαν να συνθηκολογήσουν. 
Μονάχη η μαρτυρική φιγούρα του Αυτοκράτορα που πάλευε μέχρι εσχάτων, πέταξε από πάνω τα χρυσά και τα παράσημα και τράβηξε για την μάχη.
Στις 29 Μάιου ημέρα Παρασκευή ο Σουλτάνος πάτησε την Πόλη. Μόλις απλώθηκε  η φήμη πως η Πόλις εάλω, άρχισαν όλοι να τρέχουν προς το λιμάνι, στα πλοία των Βενετσιάνων και Γενοβέζων. 
Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη ο καθένας πάλευε να σωθεί μέσα στη γενική σύγχυση. Καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοιάρια βιαστικά και με ακαταστασία τα πιο μικρά  χάνονταν και βούλιαζαν. 
Σ' όλη την Πόλη τίποτα άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν, αυτούς που σκοτωνόταν, αυτούς που κυνηγούσαν και εκείνους που έφευγαν.
Τα πληρώματα των τούρκικων καραβιών μόλις είδαν τη σημαία του Μωάμεθ στα τείχη, αποβιβάστηκαν κατά στίφη και έφυγαν για το πλιάτσικο και τη λεηλασία. Έτσι άφησαν ελεύθερη την θάλασσα. 
Τότε ο Διοικητής του στόλου ΑλβίρεΝτιέντο πήρε την ευθύνη και διέταξε διαφυγή. Συζήτησε και με τους Γενουάτες στο Γαλατά που ήταν ακόμα οχυρωμένοι πίσω από τα τείχη τους. 
Αφού η Πόλη είχε πέσει έπρεπε να κρατήσουν όσο μπορούσαν τον Γαλατά, έτσι ίσως να έκαναν καλύτερες διαπραγματεύσεις με το νέο αφέντη. 
Οι Βενετσιάνοι που ήταν και οι χαμένοι αναχώρησαν πρώτοι. 
Το «RODA» το κάτεργο του Νικόλαου που ήταν γενουάτικο περίμενε δεμένο και παραφορτωμένο. 
Οι ναύτες χτυπούσαν  βάναυσα τους φυγάδες, οι βρισιές, το κλάμα και ο οδυρμός συνέχεια. Μέσα στο χαμό για μια στιγμή ακούστηκε πως έρχονται μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πράγματι σχεδόν αμέσως έφτασαν, Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Λασκαρίδες και Νοταραίοι που δημιούργησαν το αδιαχώρητο στην κουβέρτα. 
Το καράβι ήταν έτοιμο και δεν έφευγε, ο καπετάνιος ΖόρζιΝτόρια  στέκονταν όρθιος στην πλώρη ανήσυχος και περίμενε τον στρατηγό Ιουστινιάνη τον τραυματία. Τελικά τον έφερε μια οχτάκοπη από το Γαλατά και τον ανέβασαν δεμένο σε μια σκάλα.
Αγνώριστος, βαριανάσαινε, τα μαλλιά του άσπρα, ξερά αίματα στο πρόσωπο και η στολή του κουρελιασμένη. Τον πήγαν κατευθείαν στην καμπίνα.  
Το καράβι έλυσε και άφησε πίσω του το Χρυσό Κέρας για το νοτιά. Φορτωμένο μια ανθρωπομάζα που οικτίριζε, έκλαιγε, καταριόταν, παρακαλούσε το θεό, να φυσήξει πιο δυνατά, να φύγουν μακριά…
Στο τιμόνι τον είχαν βάλει με ένα τηνιακό το Δημητρό. 
Ο Νικόλαος μέσα του, στη μεγάλη χαρά της φυγής, στο σώζον εαυτόν σωθήτω, τον πλάκωνε πέτρα βαριά, η Βασιλεύουσα, η Ρωμιοσύνη, ο Παλαιολόγος… 
Το καράβι ξεμάκραινε και πίσω του άφηνε την ιστορία. 
Η Πόλη καιγότανε, το πλιάτσικο, οι θάνατοι, οι βιασμοί, το αίμα... 
Αφησε στον άλλο το τιμόνι και ακούμπησε στην κουπαστή πίσω απ την ανεμόσκαλα. Τον πήρε το παράπονο, σαν σε κηδεία, βαρύς αναστεναγμός, κλάμα βουβό, έτσι που ο αγαρηνός ξεπάτωνε την καρδιά του ρωμιού. 
Η Προποντίδα ήσυχη, ειρηνική, ένα απαλό αεράκι φούσκωνε το τετράγωνο πανί και το έκανε τεράστιο. Ο ήλιος έπεφτε μακριά στην μπούκα του Ελλήσποντου και κοκκίνιζε την Ευρώπη. 
Νύχτωνε, τα σύννεφα ψήλωσαν ενώ τα γλαροπούλια πετούσαν χαμηλά σαν να ένοιωθαν όλα πίσω τους το διώκτη, το ξεριζωμό και τη φυγή. Ο κόσμος άδειος, αμίλητος, κατηφής. 





ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απολογισμός Δράσεων για το 2024

                                            Απολογισμός Δράσεων για το έτος 2024 Το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκ...