Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ιστορίες Πολέμων: Βιωματικό Υλικό και Επεξεργασίες από την Ομάδα Λογοτεχνίας και Προαγωγής της Υγείας Καρλοβάσου.

Η μας στον δεύτερο κύκλο της έχει πάρει ένα πολύ δημιουργικό ρυθμό. Ειδικά το εργαστήρι για τις βιωματικές ιστορίες πολέμων έχει δώσει πολλά εναύσματα σε όλους και όλες. 

Η παραγωγή γραπτών κειμένων από τις βιωματικές ιστορίες- διηγήσεις που υπήρχαν μέσα στα σπίτια των μελών και κατατέθηκαν στις συζητήσεις, ή τα διηγήματα άλλων που διάβασαν μέλη και είπαν ότι αντανακλούν τα βιώματα που εξιστορούνταν στο δικό τους σπίτι, συνεχίστηκε και αυτή τη βδομάδα. 


 Βούλα Παπαϊωάννου, Συσσίτιο στην Αθήνα. © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Πηγή: LIFO

Καταρχήν δυο μέλη κατέγραψαν ως μικρά χρονικά, με λογοτεχνικές μάλλον περγαμηνές,  τις Ιστορίες που μας είπαν.

Η Πόπη μας έγραψε την Ιστορία της πολυμήχανης και αγέρωχης θείας Σάσας, που, όπως θα καταλάβει κάποιος που μας παρακολουθεί, έχει επηρεάσει πολλές "μεταγραφές" ιστοριών που ακολούθησαν... 

"Η ΘΕΙΑ

Καθώς η βάρκα που την μετέφερε στο πλοίο για τον Πειραιά και στην καινούρια της ζωή απομακρυνόταν, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι της. Στο μπαλκόνι πάνω από το μαγαζί η ψυχοκόρη τους κουνούσε το μαντήλι. Δίπλα της ο μικρός της αδελφός που σε λίγο καιρό θα την ακολουθούσε στην Αθήνα. Κάτω στην είσοδο του μαγαζιού τους μπροστά στις μεγάλες βιτρίνες με τα τόπια με τα εκλεκτά υφάσματα, η μητέρα της και οι δύο της αδελφές. Ο άλλος αδελφός μαζί της στην βάρκα θα την συνόδευε στην Αθήνα, όπου θα φοιτούσε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το να είναι η τρίτη αδελφή αποτελούσε ευχή και κατάρα. Η οικογενειακή επιχείρηση θα περνούσε στα αγόρια της οικογένειας. Προς το παρόν, μετά το θάνατο του πατέρα της, την επιχείρηση «έτρεχε» η μητέρα της με τη μεγάλη αδελφή, καθώς ο αδελφός της φοιτούσε στην Εμπορική σχολή προκειμένου να αναλάβει τα σκήπτρα. Το δικό της μέλλον ήταν προδιαγεγραμμένο: Ένας γάμος ανάλογος της τάξης της, αφού πρώτα παντρεύονταν οι δύο μεγαλύτερες αδελφές όπως προβλέπεται στη Μάνη. Το επιχείρημα της επέκτασης στην Αθήνα αποτέλεσε το τελευταίο της χαρτί στις θυελλώδεις συζητήσεις γύρω από τις σπουδές της. Αυτό που πάντα είχε στο μυαλό της ήταν να ξεφύγει από το αποπνικτικό περιβάλλον της επαρχιακής πόλης και να ανοίξει τα φτερά της και όχι μόνο στην Αθήνα. Την εικόνα της πόλης θα την κρατούσε στην ψυχή της για σαράντα χρόνια, όταν ως επισκέπτης πια θα ξαναπατούσε το πόδι της στην Ελλάδα, που ατένιζε αισιόδοξα το μέλλον μετά την πτώση της δικτατορίας.

Πηγή: Greece at WWII Archives ( Rebublication)

Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες στον Σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Απρίλιος 1941. (ebay)

Το τρένο κύλησε με θόρυβο στις ράγες. Η αποβάθρα γεμάτη από Γερμανούς στρατιώτες. Η απόφασή της πριν από χρόνια να μάθει γερμανικά την βοήθησε να συνεννοηθεί και να καταφέρει να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή θέση για αυτήν και τον αδελφό της. Κάτω από την προσεγμένη της εμφάνιση, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Το ταξίδι της στη Βιέννη, προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία ο μικρός της αδελφός, σε καιρό πολέμου, αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Θυμήθηκε την εποχή που ο αδελφός της ήρθε να φοιτήσει και αυτός στην Αθήνα. Στα αυτιά της είχε τον ήχο του βιολιού που έπαιζε. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Η ψυχική του αρρώστια εκδηλώθηκε μόλις πάτησε το πόδι του στο μέτωπο. Μια που  ο άλλος της αδελφός πολεμούσε, η αντιμετώπιση του προβλήματος πέρασε στα χέρια τους. Κοίταξε τον αδελφό της που καθόταν δίπλα της. Ο γιατρός είχε με κόπο εξασφαλίσει τα απαραίτητα φάρμακα που θα τον κρατούσαν ήρεμο μέχρι τον τελικό προορισμό τους. Εκεί θα υποβαλλόταν σε μία πρωτοποριακή θεραπεία που εγγυόταν θαυματουργά αποτελέσματα. Η μητέρα είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον μικρό της γιο, που δεν γνώρισε πατέρα. Όλη η οικογένεια είχε «στρατευθεί» στην προσπάθεια να θεραπευτεί. Ο μεγάλος αδελφός προσπαθούσε σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να εξασφαλίσει τους πόρους για το ταξίδι, σε μια εποχή που το σπίτι τους είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς και τα εμπορεύματα είχαν καλά κρυφτεί σε έναν απομονωμένο πύργο του ξάδελφού τους. Δεν θα ήταν εύκολο. Στη Βιέννη αναγκάστηκε και η ίδια να δουλέψει όπου μπορούσε. Καθώς το τέλος του πολέμου άρχισε να διαφαίνεται, αποφάσισε να μάθει μόνη της αγγλικά. Το μέλλον έδειχνε προς την αμερικανική κυριαρχία.

Ο σταθμός της Ζυρίχης δεν είχε αγγιχτεί από τον πόλεμο. Στην ηρεμία της Ελβετίας προσπαθούσε να απαλύνει τις οδυνηρές μνήμες των τελευταίων ημερών του πολέμου. Όταν ο Κόκκινος στρατός μπήκε στην Βιέννη η τύχη τους ήταν αβέβαιη. Οι φήμες για τη συμπεριφορά των σοβιετικών στρατιωτών την κρατούσε κλεισμένη στο σπίτι τους. Οι θεραπείες του αδελφού της είχαν ολοκληρωθεί, χωρίς τα αποτελέσματα που περίμεναν. Η επιστροφή όμως στην Ελλάδα ήταν αδύνατη. Πιο πολύ από τους στρατιώτες την ανησυχούσε ο αδελφός της. Ήταν χωρίς τρόφιμα και φάρμακα για αρκετές ημέρες. Τα παράθυρα έτριζαν από τα βαριά τεθωρακισμένα που κυλούσαν στους έρημους δρόμους. Προσπαθούσε να δείχνει ήρεμη και να τον καθησυχάζει. Στο τέλος το αποφάσισε. Θα έβγαινε έξω και θα ρίσκαρε να βρει βοήθεια. Στο κάτω κάτω η Ελλάδα ήταν με τη μεριά των συμμάχων, δεν ήταν αυτή ο εχθρός. Προσεκτικά άνοιξε την πόρτα και άρχισε να διασχίζει προσεκτικά την πόλη. Παντού κλειστές πόρτες και μακρινός ήχος από πυροβολισμούς. Ξαφνικά ακούστηκαν από μακριά φωνές. Της φάνηκε απίστευτο, αλλά μιλούσαν ελληνικά. Μάλλον, τραγουδούσαν ελληνικά, τον εθνικό ύμνο! Αισθάνθηκε ότι παραλογιζόταν. Ένα παγωμένο χέρι της έσφιξε την καρδιά. Άρχισε και αυτή να έχει παραισθήσεις; Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη. Τελικά αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Ακολούθησε τον ήχο στα σκοτεινά δρομάκια. Είδε τέλος στο βάθος του δρόμου στρατιώτες με τα διακριτικά του σοβιετικού στρατού γύρω από μια μεγάλη φωτιά. «Θα τα παίξω όλα για όλα» σκέφτηκε και προχώρησε αργά, αλλά αποφασιστικά προς τους στρατιώτες. Ο επικεφαλής στράφηκε προς το μέρος της σηκώνοντας το όπλο του. Έκλεισε τα μάτια και σήκωσε τα χέρια της…

  Άκουσε το όνομά της και βρέθηκε στην αγκαλιά του λοχαγού …ξάδελφού της. Στρατευμένος στον ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όταν Γερμανοί, σε αντίποινα, έκαψαν το χωριό του και τον επικήρυξαν. Φυγαδεύτηκε στα Βαλκάνια και ακολούθησε το σοβιετικό στρατό που προήλαυνε. Ήταν αυτός που θα τους βοηθούσε να επιβιώσουν, και εξασφάλισε την ασφαλή επιστροφή του αδελφού της στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. 

Από τη Ζυρίχη έφευγε με τον καινούριο της άντρα, ένα ελληνοαμερικάνο δικηγόρο για το Παρίσι και από εκεί με πλοίο για τις ΗΠΑ και την καινούρια της ζωή. Δεν μπορούσε να φανταστεί το μέλλον της σε μια Ελλάδα που βρισκόταν ήδη στη σκιά του εμφυλίου. Άλλωστε η επιστροφή στο «γυναικείο» της ρόλο της φαινόταν αδιανόητη. Κοίταξε τον σύζυγό της. Ο πόλεμος απλοποίησε πολλά. Ένας καλός άνθρωπος και το διαβατήριό της για μια πιο γεμάτη ζωή.

Τα φύλλα άρχισαν να πέφτουν από τα δέντρα, έξω από το σπίτι της σε μια αριστοκρατική συνοικία στη Βοστώνη. ‘Ισιωσε το σακάκι στο ακριβό της σύνολο. Σε λίγο η κόρη της και ο εγγονός της θα έρχονταν να την πάρουν. Είχε ήδη κλείσει τραπέζι στο αγαπημένο της εστιατόριο για να γιορτάσουν τα ενενηκοστά δεύτερα γενέθλιά της. Έκανε ένα γρήγορο απολογισμό των χρόνων που ακολούθησαν τον ερχομό της στις ΗΠΑ. Ο άντρας της πέθανε λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, αφήνοντάς της μια αρκετά μεγάλη περιουσία και την κόρη τους. Η πορεία δεν ήταν ανέφελη. Της αμφισβητήθηκε το δικαίωμα σε μια περιουσία που θα εξασφάλιζε το μέλλον που οραματιζόταν για την κόρη της: τη φοίτηση σε καλό πανεπιστήμιο. Όταν μετά από δικαστική διαμάχη χρόνων η απόφαση την δικαίωσε, πούλησε την ακίνητη περιουσία της στην μικρή πόλη που ζούσαν και αγόρασε το διαμέρισμα στη Βοστώνη. Η πείρα της στον τομέα των ρούχων, η προσωπική της γοητεία, η ελαφρά σπασμένη προφορά στα κατά τα άλλα άψογα αγγλικά της, της εξασφάλισαν την πρόσληψή της σε ονομαστό κατάστημα ένδυσης υψηλής ραπτικής, και την εξέλιξή της σε διευθύντρια πωλήσεων. Την δουλειά της την αγαπούσε. Έμεινε σε αυτήν μέχρι τα ογδόντα δύο της, όταν την υποχρέωσαν σε συνταξιοδότηση. Τον επόμενο μήνα θα ταξίδευε στην Ελλάδα. Το ένιωθε ότι θα ήταν το τελευταίο της ταξίδι. Θα επισκεπτόταν τους τάφους των δικών της στην γενέθλια πόλη. Οι γονείς της, η ψυχοκόρη τους και οι δύο της αδελφοί ήταν θαμμένοι εκεί. Και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της είχαν «φύγει». Ήταν η τελευταία της οικογένειας. Μια γεμάτη ζωή σκέφτηκε, το τίμημα όμως για την ελευθερία της ήταν μεγάλο. Άνοιξε την πόρτα και χαμογέλασε καθώς η κόρη της και ο εγγονός της την αγκάλιαζαν φωνάζοντας χαρούμενα τα χρόνια πολλά.

Η θεία μου η Σάσα πέθανε ήσυχα πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία ενενήντα επτά ετών."


Η Νατάσσα μας έγραψε την Ιστορία του Παππού της και του Πατέρα της στην κατοχή. Μέσα σε αυτή περιλαμβάνεται και η σχέση της οικογένεια της με έναν ήρωα, τον Α. Τζίμο. 'Έναν από τους 200 που εκτελέστηκαν την πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής : 



"H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ

Η οικογένεια του παππού μου Ιορδάνη Τζιμου ζούσε πριν την Μικρασιατική καταστροφή στην πόλη Χαρταλιμή απέναντι από την Πρίγκηπο στον Βόσπορο.

Είχαν μια ήρεμη ζωή και ζούσαν αρμονικά με όλους τους άλλους λαούς ,Τούρκους Εβραίους, Αρμένιους, Βούλγαρους .

Η Κωνσταντινούπολη ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη

Αναγκάστηκαν να φύγουν ,όπως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες που ζούσαν εκεί , από το λιμάνι της Πόλης με πλοίο για την Ελλάδα.

Το καράβι που μπήκε ο παππούς μου και η μισή οικογένεια του , διότι οι υπόλοιποι ήρθαν σε άλλη χρονική περίοδο , έπιασε λιμάνι πρώτα στο Βόλο , όπου αποβιβάστηκαν οι μισοί επιβάτες και οι υπόλοιποι στον Πειραιά.

Το ελληνικό κράτος τους παραχώρησε μια παράγκα στον Βύρωνα . Η παραγκούπολη στον Βύρωνα ιδρύθηκε το 1924 και φιλοξενούσε πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας .

Οι συνθήκες διαβίωσης στα παραγκουπόλεις ήταν τραγικές δεν υπήρχε νερό , ηλεκτρικό ρεύμα και αποχέτευση. Οι ασθένειες θέριζαν και η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε δεκαετίες.

Ο παππούς είχε πολλά αδέλφια , μεγάλη οικογένεια. Το επάγγελμα του ήταν επιπλοποιός με ειδίκευση στα ξυλόγλυπτα θρησκευτικού περιεχομένου (τέμπλα σε εκκλησίες, στασίδια , δεσποτικά επιτάφιοι κ.α.).

Κατάφεραν να βρούνε δουλειές για να επιβιώσουν στην αφιλόξενη τότε Αθήνα.

Ο παππούς Ιορδάνης γεννημένος στην Πόλη είχε όλα τα χαρακτηριστικά του ανατολίτη .

Εκτός από τον πατέρα μου ,που γεννήθηκε 1936 είχε και άλλο μεγαλύτερο αγόρι που το 1940 ήταν 18χρονων με άλλη γυναίκα .

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος το 1940 , δεν υπήρχαν δουλειές και η καθημερινή εξασφάλιση τροφής γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι Ιταλοί πρώτα και κατόπιν οι Γερμανοί κατάσχεσαν τις πρώτες ύλες και όλα τα τρόφιμα .

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα 27 Απριλίου του 1941.

Ο Υμηττός , το βουνό πάνω από τον Βύρωνα είχε αποψιλωθεί. Δεν υπήρχε ίχνος από χόρτο. Εκεί πήγαιναν οι Αθηναίοι να βρούνε χόρτα για να χορτάσουν την πείνα τους.

Ο μεγάλος λιμός της Αθήνας ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 1941. Τον χειμώνα του 1941 σε Αθήνα και Πειραιά πέθαναν από την πείνα 63.734 άνθρωποι.

Πολλοί Αθηναίοι λόγω των άσχημων συνθηκών στην πόλη μετακόμιζαν στην επαρχία για να επιζήσουν.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην παράγκα της οικογένειας του παππού μου είχαν την πρώτη απώλεια λόγω πείνας , ήταν ο γαμπρός του παππού μου, άνδρας της αδελφής του της Δέσποινας. Αυτή ήταν η αφορμή που έκανε τον παππού μου να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την παράγκα και να φύγει να βρει κάποιο μέρος στην επαρχία για να επιβιώσουν τις δύσκολες μέρες που τους περίμεναν.

Μέσα Μαρτίου ξεκίνησε με τα πόδια με μια ξύλινη βαλίτσα στο χέρι γεμάτη εργαλεία ξυλουργικής , και τον μπαμπά μου στο άλλο σε αναζήτηση ενός άλλου τόπου .

Βγαίνοντας από την πόλη σταματούσε σε κάθε χωριό που συναντούσε αναζητώντας δουλεία και ένα κατάλυμα για να μείνουν την νύχτα. Για κάθε ξύλινη κατασκευή που έφτιαχνε - συνήθως έκανε επισκευές σε πόρτες , παράθυρα, καρέκλες ,ντουλάπια - η αμοιβή του ήταν τρόφιμα για τον ίδιο και για το παιδί του.

Συνήθως λίγο ψωμί , κανένα αυγό , λίγο γάλα και αρκετές φορές του έδιναν και κρασί από τα βαρέλια τους. Ο ύπνος τους ήταν συνήθως στον αχυρώνα του αγροτόσπιτου. Πολλές φορές συναντούσαν Γερμανούς στρατιώτες στον δρόμο τους και κρυβόντουσαν κάτω από γέφυρες , μέσα στο δάσος όπου έκρινε εκείνος ότι θα ήταν ασφαλείς.

Πέρασαν από πολλά χωρία , συνάντησαν και καλούς χωρικούς αλλά κάποια στιγμή κουράστηκε και αποφάσισε να μείνει σε ένα χωριό που ήταν κοντά στην Λιβαδειά και το λέγανε Αγ. Γεώργιο. Εκεί είχε πολλές δουλειές , οι κάτοικοι ήταν φιλικοί μαζί του και αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί για να μπορέσει και μπαμπάς μου να πάει στο σχολείο. Έμενε στον αχυρώνα μιας οικογένειας και τον χρησιμοποιούσε και σαν εργαστήρι.

Έστειλε μήνυμα στην υπόλοιπη οικογένεια που βρισκόταν και αν ήθελαν να πάνε και κείνοι να μείνουν και να εργαστούν εκεί. Στον Αγ. Γεώργιο ήρθαν ο ένα αδελφός του ο μικρός ο Αναστάσης και η χήρα αδελφή του η Δέσποινα που φρόντιζε και τον μπαμπά μου.

Εκεί έμεινε το υπόλοιπο της ζωής του , έφτιαξε ένα μικρό σπίτι να μένουν και ένα μεγάλο εργαστήριο ξυλουργείο όπου μάθαινε την τέχνη σε νέα παιδιά και στον μπαμπά μου.

Οι περιπέτειες του παππού μου δεν τελείωσαν , την πρωτομαγιά του 1944 οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής σε αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού στην Σπάρτη. Οι 135 από αυτούς ήταν πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας και οι υπόλοιποι από την Αθήνα. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο πρώτος γιός του παππού μου, ο Α. Τζίμος .  Στον Τύμβο που υπάρχει στο σκοπευτήριο είναι με τον αριθμό 176.

 


Δεν μιλούσε ποτέ για αυτό το γεγονός ίσως να ένιωθε τύψεις που δεν ήταν κοντά του.

Οι περιπέτειες του συνεχίστηκαν και την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών όπου ήταν φυλακισμένος μαζί με τον μπαμπά μου στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα με την κατηγορία σύσταση κομουνιστικής συμμορίας.

Ο παππούς πέθανε το 1978 σε ηλικία 78 χρονών με μια ζωή γεμάτη μετακινήσεις και μεγάλες απώλειες. Έζησε τους δύο παγκόσμιους πολέμους , επιβίωσε από την ισπανική γρίπη, έναν εμφύλιο και την χούντα μια ζωή γεμάτη δυσκολίες. Πάντα όρθιος και έτοιμος να κάνει μια νέα αρχή.

Τέλος"

 

Τα βιωματικά υλικά, ή τα διηγήματα που τα μέλη θεώρησαν ότι εκφράζουν τις δικές τους "Ιστορίες Πολέμου ", επεξεργάζονται από άλλα μέλη ώστε να γίνουν δραματοποιημένες ιστορίες που συνενώνουν περισσότερες από μία διηγήσεις. Συν-κατασκευάζεται δηλαδή μια νέα ιστορία πάνω στον διάλογο από τα βιώματα και τις αξίες των μελών. 

Να τα καινούργια κείμενα - σενάρια: 

Μετά την Καταστροφή

 (Κείμενο επεξεργασίας πάνω στο υλικό της Νατάσας, της Ειρήνη, του Σταμάτη και του Θανάση)

 Στην κουπαστή  ενός παλιού ψαράδικου πλοιαρίου είναι ακουμπισμένοι δυο άντρες και βλέπουν στην πόλη εστίες φωτιάς  απέναντι τους, καθώς το σκάφος ξεμακραίνει από αυτή. Ακούγονται ακόμα σπαθιά και ντουφεκιές.. Θα’  ναι από τις χαριστικές βολές….

Και κραυγές «Μη μη σε παρακαλώ» και μετά πάλι ο ήχος του όπλου.

Πιο πίσω ένας άντρας και ένας έφηβος αγκαλιασμένοι είναι μισοξαπλωμένοι , τυλιγμένοι σε μια παλιοκουβέντα, τα μάτια τους τρέχουν δάκρυα, κάπου- κάπου καταλήγουν σε λυγμούς.

Παραδίπλα ένας ναύτης ανεμίζει μια τεράστια λευκή σημαία…

Ο ένας άνδρας,  αυτός που φοράει κάτι απομεινάρια, σαν από ράσο, σαν από τσουβάλι μιλάει στον άλλο που φοράει μια στρατιωτική στολή σχισμένη, λερωμένη, ματωμένη.

Πράκτορας: «Και τι κατάφερες  Στρατηγέ- Λοχαγέ με την πίστη σου; Γκρεμοτσακισμένος να βλέπεις να διαλύεται όλος ο κόσμος σου..

Νικόλαος: «Πως τολμάς, Πλοίαρχε συλλάβετε τον! Είναι ένας άθλιος πράκτορας!»

Πράκτορας:  (γελάει και συνεχίζει) … Χα χα φώναζε ποιος σε ακούει… Καλά, γιατί δεν έμεινες στο νησί σου, στα μανταρίνια σου; Ήθελες βλέπεις να παλεύεις για τα σύμβολα. Μέσα σου το ήξερες ότι δεν είχε επιστροφή..»

Νικόλαος: (με πολύ θυμό) «Τολμάς να με εμπαίζεις;;;  Πλοίαρχε συλλάβετε τον! Είναι ένας άθλιος πράκτορας!»

Πράκτορας:  «Χα, χα... ούτε και τώρα δεν καταλαβαίνεις: Υπάρχουν στιγμές που, ανάμεσα στα επεισόδια βίας, σηκώνουν λευκή σημαία.. Δεν είναι με κανέναν οι ψαράδες…  Σήκωσαν  τους ώμους  τους και αυτοί !  ‘’Αλήθεια , μα τι είναι η Αλήθεια;’’ 

Νικόλαος: (με πολύ θυμό) «Δικό μας είναι ακόμα το καράβι!»

Πράκτορας:  «Χα, χα δεν είναι κανενός. Μέχρι και ο καϊκτσής το κατάλαβε σήκωσε σημαία ευκαιρίας και έδωσε και σε μας την ευκαιρία..

Έλα,  αφού το θες! Δεν είσαι τόσο βλάκας, όσο ο Βασιλιάς σου! Θες να σωθείς με μια στιγμιαία προδοσία… Φεύγεις με τα όπλα «παρά πόδα»,  δήθεν να επιστρέψεις και βγάζεις ήδη  μύθους για  την μεγάλη επιστροφή. Αλλά τώρα την έκανες και εσύ. Είδες τι λέει η λογική. Όλα έχουν ένα τέλος.»

Νικόλαος: «Μα πως έφυγες μέσα από την σπηλιά, νόμιζα ότι σε κάψαμε!»

(Ο άντρας από τους δυο κουκουλωμένους με την κουβέρτα σηκώνεται θυμωμένος και πλησιάζει τον Νικόλαο..)

Πράκτορας:  «Ναι έκανες τον καμπόσο: ‘’Εν ονόματι του Βασιλέως’’ και όταν σου είπα να φωνάξεις τον στρατηγό, μου είπες εσύ είσαι Στρατηγός,  γιατί όλοι οι Στρατηγοί είχαν ήδη πεθάνει. Τι ήθελες ζωντόβολο να  κυνηγάς εμένα τον αντάρτη, ενώ οι μεγάλοι εχθροί σου ήδη σε είχαν υποτάξει;»

Νικόλαος: «Γιατί είχες βάλει ένα ράσο και το έπαιζες προφήτης και χτύπαγες το ηθικό μας τελευταία στιγμή. Και έσπρωχνες τους οπαδούς σου να κάνουν δολιοφθορές στο Κράτος , όταν όλοι έπρεπε να είμαστε ενωμένοι! Αν σε εξολόθρευα, ο γενναίος Βασιλιάς μας ίσως  μας είχε κάνει να νικήσουμε. Και διάθεση για αυτοθυσία είχαμε και μανία και αυτοπεποίθηση !. Έπρεπε να καταστρέψουμε κάθε πέμπτη φάλαγγα!»

(Ο άντρας έχει πιάσει τον Νικόλαο από τον λαιμό και πάει να τον πνίξει. Ο γιός του τον τραβάει, «όχι μπαμπά» φωνάζει..)

Πατέρας : «Εσύ κρέμασες τον γιό μου!»

(Έχει πάει και ο Πράκτορας και έχουν ξεγαντζώσει τον πατέρα από τον Νικόλαο)

Νικόλαος: «Εγώ τους κρέμασα πάνω στα τείχη και τους άφησα να σαπίσουν, όλους αυτούς τους καταδρομείς, που γυρόφερναν στις ντάπιες και στις πύλες και παραμόνευαν τις εξωτερικές φρουρές. Έπρεπε να το κάνω για το ηθικό των δικών μου!»

 Πατέρας : «Ο γιός μου ένας απλός τεχνίτης ήταν, για κάποια δουλειά θα ήταν εκεί που τον βρήκατε!  Στο έλεγαν, αλλά δεν το άκουγες!»

Πράκτορας: « Όλους τους έβλεπε μιάσματα. Δεν άντεχε αυτό που ερχόταν.. και έψαχνε εξιλαστήρια θύματα!»

Νικόλαος: « Η γνωστή σας προπαγάνδα για να ξεμπερδέψετε γρηγορότερα με μας. Αλλά δεν μου λες πως σώθηκες , Θέλεις να  με τρελάνεις. Θέλεις να πιστέψω ότι όντως είσαι Άγιος, όπως νόμιζαν οι οπαδοί σου! »

Πράκτορας« Ήξερα από πριν ότι αυτή η σπηλιά έχει έναν εσωτερικό δρόμο προς τη θάλασσα. Θα ξεσκιστώ το ήξερα, αλλά είχα πολλές ελπίδες να φτάσω. Γιατί δεν είμαι προφήτης, πράκτορας είμαι, χρησιμοποιώ την πίστη, αλλά ξέρω και τα όρια της.»

(Ο Πατέρας τώρα κλαίει γοερά. Ο μικρός γιος τον έχει αγκαλιάσει από τη μέση προσπαθεί να τον ηρεμήσει «σώπα πατέρα», λέει.. )

Πατέρας : «Γιατί θεέ μου, με έβαλες να δω τον γιο μου κρεμασμένο έξω από τα τείχη. Τουμπανιασμένο , να βρωμάει σαν ψοφίμι. Από πόλεμο φύγαμε και εμείς και από πείνα. Γυρίσαμε όλον τον ντουνιά, τεχνίτες είμαστε, ξυλουργοί. Επιδιορθώναμε πράγματα το πρωί και τα βράδια κοιμόμασταν σε αχυρώνες και όταν τέλειωνε η δουλειά, μετά σε άλλος μέρος. Μέχρι που μας συνέλαβε η φρουρά, αυτού του αφορισμένου Βασιλιά, αυτής της πόλης που τώρα καίγεται, που να καεί ολότελα και να μη ξανακατοικηθεί ποτέ!  Του είχαν φύγει όλοι οι τεχνίτες του, που καταλάβαιναν ότι δεν είχε μέλλον αυτό το μέρος και έπιασε εμάς τους περαστικούς και μας έβαλε να δουλεύουμε υποχρεωτικά υπέρ της πόλεως. Και στο τέλος σκότωσαν και το παιδί μου. Τώρα κλαίνε γιατί τους πετσοκόβουν. Αλλά θεέ μου ποιος είναι ο καλός και ο σωστός σε τέτοια πράγματα; »


ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

(Κείμενο επεξεργασίας από βιωματικό υλικό της Καλλιόπης, της Ήρας και της Σμαρούλας)

"Ο πόλεμος τελείωσε.

Όμως, όλα έχουν αλλάξει. Έχουν πάρει άλλη μορφή. Κτίρια, πρόσωπα… τίποτα όρθιο.

Ο Γιώργος, αξιωματικός του στρατού, γυρνά στην πατρίδα του.

Τίποτα, μα τίποτα, δεν θυμίζει το παρελθόν.

Δυσκολεύεται να βιοπορισθεί και αποφασίζει να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας μια ηλιαχτίδα φωτός.

Παίρνει το πλοίο για Αμερική, όπως και πολλοί άλλοι επιζήσαντες.

Στο κατάστρωμα του πλοίου, κάθεται ένα κορίτσι, η Στέλλα, με τους γονείς της. Ατενίζει μελαγχολικό τον ορίζοντα, εικόνα καταθλιπτική αλλά με πινελιές ελπίδας, αφού η Στέλλα έχει την τύχη να είναι με τους γονείς της.

Το κορίτσι αυτό κυριολεκτικά έσωσε τον πατέρα του από βέβαιο θάνατο, βοηθούμενο από ένα γνωστό του ευαίσθητο Ιταλό, ο οποίος το ενημέρωσε ότι ο κρατούμενος μπαμπάς του ήταν ένας απ’ αυτούς που θα εκτελούνταν την επόμενη μέρα.

Η δυναμική- αδελφική του φίλη Σάσα το παρότρυνε να τρέξει στον Ιταλό αξιωματικό και να εκλιπαρήσει για τον πατέρα του.

Η μικρή Στέλλα, της οποίας η μητέρα ήταν άρρωστη, έτρεξε… εκλιπάρησε… ο αξιωματικός τη λυπήθηκε… ελευθέρωσε τον πατέρα.

Απέραντα ευγνώμων, η οικογένεια της Στέλλας στη δυναμική Σάσα για την πρότασή της για «επίκληση στο συναίσθημα», που πραγματικά έφερε το ποθητό αποτέλεσμα.

Η δυναμικότατη Σάσα πάντα συμβούλευε, προστάτευε, αποσκέπαζε τη λεπτεπίλεπτη Στέλλα. Και το κυριότερο, σ’ αυτήν οφειλόταν η διάσωση του πατέρα της.

Ξαφνικά στο κατάστρωμα ακούγεται μια γνώριμη φωνή: «Στέλλα… Στέλλα».

Το κορίτσι βλέπει τη λατρεμένη του Σάσα. Μένει άφωνο!!!

Αγκαλιάζονται τόσο σφιχτά! Λάμπουν τα μάτια και των δυο από χαρά. Τι ευχάριστο απρόσμενο ξάφνιασμα!!! Είχαν χαθεί.

Η Σάσα, εν μέσω πολέμου, είχε πάει στη Βιέννη για να χειρουργηθεί ο άρρωστος αδελφός της από ένα διακεκριμένο επιστήμονα.

Ταλαιπωρήθηκε πολύ… όμως, απ’ όλη αυτή τη δοκιμασία βγήκε και κάτι καλό. Γνώρισε έναν υπέροχο άνθρωπο, Αμερικανό, ο οποίος είχε βρεθεί στη Βιέννη για επαγγελματικούς λόγους… Κτίσθηκε μεταξύ τους φιλία, η οποία εξελίχθηκε σε συντροφικότητα.

Όταν έφυγε για Αμερική, της πρότεινε, αφού ρυθμίσει τα του αδελφού της στην Ελλάδα, να ζήσουν μαζί στην Αμερική με απώτερο σκοπό το γάμο.

Η Σάσα το δέχθηκε. Επέστρεψε στην Ελλάδα με τον αδελφό της… τα τακτοποίησε όλα.

Τώρα πήγαινε στην Αμερική για να συναντήσει το σύντροφό της.

Ο χρόνος και για τις δυο φίλες κύλησε πολύ δύσκολα, χωρίς όμως τα πράγματα να είναι πάντα τελείως χάλια.

Ο Γιώργος πλησίασε τις δυο κοπέλες, που τις «τραβούσε» το ίδιο με αυτόν πεπρωμένο.

Συζητούν για τον εφιάλτη του πολέμου που έχουν ζήσει.

Τη Στέλλα και το Γιώργο απασχολεί το θέμα της εύρεσης δουλειάς στην ξενιτιά.

Το συζητούν.

Η Σάσα, της οποίας ο σύντροφος έχει αλυσίδα εστιατορίων στην Αμερική, τους προτείνει, αν θέλουν, να αναζητήσουν δουλειά εκεί.

Η γενναιόδωρη Σάσα προτίθεται να τους βοηθήσει παντοιοτρόπως στο πρώτο τους ξεκίνημα.

Ο Γιώργος και η Στέλλα με ανακούφιση δέχονται.

Οι μέρες του ταξιδιού κυλούν ευχάριστα με την παρέα… και, όταν οι τρεις φίλοι φτάνουν στον προορισμό τους, ο Αμερικανός- μέλλων σύζυγος της Σάσας βοηθάει τα μέγιστα τους φίλους της αγαπημένης του.

Ο Γιώργος και η Στέλλα έγιναν και κουμπάροι στο γάμο του ζευγαριού.

Τελικά, όλοι βρήκαν το δρόμο τους στην πικρή ξενιτιά, παρά το βάρος του εφιάλτη του πολέμου, που έζησαν."


“Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ”

Αγγελική Τριανταφύλλου


ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Επιστήμη           γυναίκα Λάμπρου, 55/80 χρόνων

Λάμπρος            στρατηγός, 60 χρόνων

Αθανασίεβα         συνοδός ηλικιωμένων, 55 χρόνων


ΧΩΡΟΣ

Δωμάτιο νοσοκομείου

Σπίτι 


Σημείωση:

Η Επιστήμη θα παιχτεί από δύο γυναίκες. 


1 – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ / ΔΩΜΑΤΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ / ΜΕΡΑ

Ένα μικρό δωμάτιο με δύο κρεβάτια. Το κομοδίνο που είναι δίπλα στο κρεβάτι που «κατοικείται» είναι γεμάτο βιβλία. Το άλλο κρεβάτι είναι άδειο.

Η Επιστήμη κάθεται σε μια αναπηρική πολυθρόνα, μπροστά από το παράθυρο. Κοιτάζει έξω. Είναι άνοιξη. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Δεν τον κράτησες τον λόγο σου. Μου είχες πει ότι θα με προσέχεις μέχρι το τέλος. Αλλά εσύ με άφησες μόνη μου. Χρόνια τώρα, να βολοδέρνω σ’ ένα κόσμο εχθρικό. Δεν έχει θέση για μένα. Πρέπει να τα μαζεύω σιγά – σιγά. Πως το είχε πει ο Φίλιπ Ροθ; Θυμάσαι; Είναι η μόνη φράση που είχες κρατήσει από όσα σου έλεγα. «Τα γηρατειά δεν είναι πόλεμος, είναι σφαγή». 


Βγάζει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από την τσέπη της και την κοιτάζει. 


  25 χρόνια πριν…

2 – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ / ΚΑΘΙΣΤΙΚΟ ΣΠΙΤΙΟΥ  / ΜΕΡΑ

Καθιστικό σπιτιού. Σε έναν διθέσιο καναπέ κάθεται η Επιστήμη και διαβάζει ένα βιβλίο. Σε μια πολυθρόνα με ένα σκαμπό μπροστά είναι ξαπλωμένος ο Λάμπρος και ροχαλίζει.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ξύπνα! Ξύπνα καλέ! Αχ αδύνατον να συγκεντρωθώ. Σα τρακτέρ κάνει. 

Το ροχαλητό δυναμώνει. Η Επιστήμη αφήνει το βιβλίο στον καναπέ και σηκώνεται πάνω. Φέρνει μια βόλτα στο δωμάτιο. Σταματάει μπροστά σε μια πλακέτα με παράσημα. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Τόσα χρόνια στράφι… για μια χούφτα… μια ολόκληρη ζωή μέσα σε χαρακώματα. Μέσα στο φόβο, την άγνοια, μέσα στο τίποτα. Τόσες χαμένες ζωές για ν’ αποδειχτεί τί; Ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον. Προβληματικό σίγουρα από το εργοστάσιο κατασκευής. Αδύνατον να λύσει τις διαφορές του με ειρηνικό τρόπο. Με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στον αφανισμό του. (Ρίχνει μια ματιά στον Λάμπρο). Κι εσύ έχεις κρεμαστεί από τα παράσημά σου και δεν λες να ξεκολλήσεις. Ποιος πόλεμος μωρέ δικαιολογεί τόσο αίμα; Τόσοι νέοι άνθρωποι…. τι νομίζετε ότι είναι η ζωή; Λεωφορείο που μπορείς ανά πάσα στιγμή να ανέβεις και να κατέβεις; Το ‘χασες; Τέλειωσες! 

ΛΑΜΠΡΟΣ

(Ανοίγει τα μάτια βαριεστημένα και την κοιτάζει). Εδώ είσαι; 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Όχι, στο δρόμο.

ΛΑΜΠΡΟΣ

θα φάμε τίποτα;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μόλις επιστρέψω.

ΛΑΜΠΡΟΣ

(Την κοιτάζει περίεργα). Θα πας κάπου;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Καλά, άστο!

ΛΑΜΠΡΟΣ

Τι μαγείρεψες;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Το απόκομμα της σύνταξης. Αλατάκι, πιπεράκι, λίγο λάδι και μούρλια το έδεσμα.

Ο Λάμπρος σηκώνεται πάνω και την αγκαλιάζει. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Πεθαίνω όταν γίνεσαι τόσο κυνική.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Εγώ έχω πεθάνει προ πολλού με την αφέλειά σου, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Έχω την πιο όμορφη γυναίκα του 

κόσμου.

Η Επιστήμη κολακεύεται.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Έλα, σταμάτα!


ΛΑΜΠΡΟΣ

Και την πιο έξυπνη.

Αλλά γκρινιάζει πολύ.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Εγώ;

ΛΑΜΠΡΟΣ

Εμ ποιος; Μια χαρά δεν είμαστε; Τι μας λείπει; 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

99 δραχμές για να βάλουμε στην άκρη ένα κατοστάρικο, όπως έλεγε ένας σε μια ελληνική μια ταινία. Δεν θυμάμαι σε ποια ακριβώς. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Εγώ είμαι ευτυχισμένος!

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Καλά άντε, ας μη στο χαλάσω. Κυριακή σήμερα.  

Ο Λάμπρος την κοιτάζει έντονα μέσα στα μάτια. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Να ξέρεις ότι είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει τύχει. Όλοι με κορόιδευαν όταν παντρευτήκαμε. Μου έλεγαν, «καλά τι σου βρήκε;». Δεν το πίστευαν, ότι μια τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα με διάλεξε. Αλήθεια, τι σε τράβηξε σε μένα; 

Η Επιστήμη δεν απαντάει. Ο Λάμπρος την κοιτάζει με ανυπομονησία.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Το σκέφτομαι. 


ΛΑΜΠΡΟΣ

Δεν ήμουνα πολύ ωραίος, αλλά ήμουνα πολύ γενναίος. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μμμ φτάσαμε και σ’ αυτό. Κι έλεγα ότι σήμερα θα κάναμε διάλειμμα. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Από τι;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Από τα ανδραγαθήματα. 

Ο Λάμπρος κοιτάζει τα παράσημά του και φουσκώνει σα διάνος. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Όσο θυμάμαι. Να πέφτουν βροχή οι σφαίρες ανάμεσά μας, κάποιοι να ουρλιάζουν, άλλοι φοβισμένοι να κρύβονται μέσα στα λαγούμια, να σκάβουν μέσα στο χώμα για να μην τους βρει κανείς, οι μικρότεροι να κλαίνε και να φωνάζουν την μάνα τους, άλλοι να λιποτακτούν και να τους βρίσκει η σφαίρα στον κρόταφο… ξέρεις πως ζω;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Από τύχη!

ΛΑΜΠΡΟΣ

Εγώ Επιστήμη δεν έκανα ποτέ πίσω! Δεν φοβήθηκα λεπτό. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Δηλαδή, δεν σκέφτηκες στιγμή να φύγεις; Να εγκαταλείψεις; Ένας πόλεμος που στο κάτω – κάτω δεν οδήγησε πουθενά. 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Ούτε ένα δευτερόλεπτο. Εγώ πολέμησα για την πατρίδα!

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Κι αυτή τι έκανε για σένα; Σου έδωσε μια πλακέτα με άχρηστα τενεκεδάκια, ένα κομμάτι ξερό ψωμί για να καλμάρεις την πείνα σου και μια τρύπα για να αποφεύγεις την βροχή και το κρύο.

ΛΑΜΠΡΟΣ

Η πατρίδα Επιστήμη δεν είναι υποχρεωμένη…/

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ποια πατρίδα Λάμπρο; 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Έδωσαν το όνομά μου σε οδούς και πλατείες, μπήκε η φωτογραφία μου στο επίσημο ημερολόγιο της πόλης…/

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

/και στερούμαστε τα απαραίτητα. Η μισή ζωή στα χαρακώματα, και η άλλη μισή στην ανέχεια.

ΛΑΜΠΡΟΣ

Μιλάς λες και πεινάμε.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Δεν ζούμε Λάμπρο.

ΛΑΜΠΡΟΣ

Εγώ πάντως είμαι περήφανος. Κι αν γεννιόμουν πάλι, θα το ξανάκανα. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Για την πατρίδα.

ΛΑΜΠΡΟΣ

Ναι Επιστήμη, για την πατρίδα. Εσύ δεν πιστεύεις…

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Αξίζει άραγε; Να χάνεις την ζωή σου, να μένεις μισός, να κουβαλάς τόσο σκοτάδι μέσα σου,, τόσους εφιάλτες, για τί; Για ποιο λόγο;

ΛΑΜΠΡΟΣ

Γιατί ο άνθρωπος χρειάζεται ιδανικά για να ζει!

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Και είναι ιδανικό ο πόλεμος;

ΛΑΜΠΡΟΣ

Ναι, αν πρόκειται για την ειρήνη.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(κουνάει αρνητικά το κεφάλι της). Όχι Λάμπρο, κανένας πόλεμος δεν φέρνει την ειρήνη. Μόνο θάνατο, οργή και βία φέρνει. 

Ο Λάμπρος αρχίζει να βήχει. Η Επιστήμη του βάζει ένα ποτήρι νερό και του χτυπάει την πλάτη.

 ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Σ’ έπιασε πάλι. Πρέπει να το κοιτάξουμε. Θα πάρω να κλείσω ραντεβού.

ΛΑΜΠΡΟΣ

Μην ανησυχείς, θα περάσει.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Δεν ακούω τίποτα. Παίρνω να κλείσω. Βλέπεις, δεν μπορούμε να πάμε και σε ιδιωτικό.

ΛΑΜΠΡΟΣ

(σταματάει ο βήχας). Να, μου πέρασε, δεν είναι τίποτα σου λέω. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Όλο έτσι λες.

ΛΑΜΠΡΟΣ

(την αγκαλιάζει). Μην φοβάσαι. Από μένα δεν θα απαλλαγείς εύκολα. Θα σε φροντίζω μέχρι την τελευταία μου ανάσα. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Το υπόσχεσαι; 

ΛΑΜΠΡΟΣ

Φιλάω σταυρό!


Σήμερα…  

3 – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ / ΔΩΜΑΤΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ  / ΜΕΡΑ

Η Επιστήμη κοιτάζει την φωτογραφία. 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η πατρίδα. Που σ’ άφησε να μαραζώνεις σ’ ένα ανήλιαγο δωμάτιο. Με λιγοστό φαγητό, με ανεπαρκή ιατρική φροντίδα, δεν κάλυπτε βλέπεις τα έξοδα η πενιχρή σύνταξη που σου είχαν βγάλει. Κι εσύ εκεί! Ποτέ δεν παραπονέθηκες. Αχ καημένε Λάμπρο, δεν το κατάλαβες ποτέ. Δεν υπάρχουν πατρίδες, χαμένες ζωές υπάρχουν.

Η Επιστήμη κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Ο ουρανός συννέφιασε. 

 ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Και δεν κράτησες και το λόγο σου! Και τώρα δεν μπορώ πια να φροντίζω τον εαυτό μου. θα με πάνε λέει σε μια πανσιόν για «μεγάλα παιδιά». Αηδίες! Προσπαθούν να μου χρυσώσουν το χάπι. Σ’ αυτό τον τόπο, όταν μεγαλώνεις, δεν έχεις θέση. Αλλά, ας μην γκρινιάζω. Οι Γερμανοί τους γέρους και τους ανάπηρους, τούς εκτελούσαν. Για να μην πιάνουν χώρο…/


Χτύπημα στην πόρτα.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Παρακαλώ!

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα μια μεσήλικη γυναίκα. Είναι συνοδός ηλικιωμένων.

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Κα Επιστήμη ήρθα να σας βοηθήσω να μαζέψετε τα πράγματά σας. Σε μια ώρα θα περάσουν να μας πάρουν.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Για τον άλλο κόσμο;

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Καλέ, κουνηθείτε απ’ την θέση σας. Μια χαρά γυναίκα.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Άμα κουνηθώ, λέτε να καταφέρουμε κάτι;

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Τι εννοείται;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Καλά, άστο!

Η Αθανασίεβα ανοίγει την ντουλάπα και αρχίζει να μαζεύει τα πράγματα της Επιστήμης. Τα βάζει σε μια μικρή βαλίτσα. 

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Μην ανησυχείτε. Θα δείτε, είναι όμορφα εκεί που θα πάμε. Θα σας αρέσει.

Η Επιστήμη δεν απαντάει. Η Αθανασίεβα την πλησιάζει και βλέπει την φωτογραφία που κρατάει στα χέρια της.

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Ωραίος άντρας!

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Βρίσκεις;

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Πολύ. Ποιος είναι;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(χαμογελώντας). Ο στρατηγός μου!

Η Αθανασίεβα παίρνει την βαλίτσα και πιάνει το καροτσάκι.

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Έτοιμη;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(κουνάει θετικά το κεφάλι). Αλήθεια, εσύ πως βρέθηκες εδώ;

ΑΘΑΝΑΣΙΕΒΑ

Μεγάλη ιστορία. Αντέχετε να την ακούσετε;

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Είμαι όλη αφτιά! 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απολογισμός Δράσεων για το 2024

                                            Απολογισμός Δράσεων για το έτος 2024 Το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκ...